συμβολέω?
ε 축약 동사;
로마알파벳 전사: symboleō
고전 발음: [쉼볼레오:]
신약 발음: [쉼볼래오]
기본형:
συμβολέω
형태분석:
συμβολέ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to meet or fall in with
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἀπὸ δὲ Λαμπάδος ἐς Συμβόλου λιμένα, Ταυρικὸν καὶ τοῦτον, στάδιοι εἴκοσι καὶ πεντακόσιοι. (Arrian, Periplus Ponti Euxini, chapter 19 8:1)
(아리아노스, Periplus Ponti Euxini, chapter 19 8:1)
- περὶ δὲ δὴ τοῦ συμβόλου τοῦ περὶ τὰς ἐπιστολάς, ὅσας τε ἂν ἐπιστέλλω σπουδῇ καὶ ὅσας ἂν μή, οἶμαι μέν σε μεμνῆσθαι, ὅμως δ ἐννόει καὶ πάνυ πρόσεχε τὸν νοῦν: (Plato, Epistles, Letter 13 29:1)
(플라톤, Epistles, Letter 13 29:1)
- φύσιν ἔχουσι τοῖς μὲν διασῶσαι τὰ ἑαυτῶν ἀγαθὰ βουλομένοις οἱ περὶ τὸν αὐτὸν ἀναστρεφόμενοι τόπον οἰωνοὶ σχολαιοτέρᾳ τῇ πτήσει πρὸς ἀγαθοῦ εἶναι συμβόλου, τοῖς δὲ τῶν ἀλλοτρίων ἐφιεμένοις οἱ τὴν ἐπίτομον καὶ ταχεῖαν ὀρμὴν ἔχοντες εἰς τὰ πρόσω: (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 19, chapter 7 2:4)
(디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 19, chapter 7 2:4)
- τὸ δὲ ἐν ᾧ τοῦτο γιγνόμενόν ἐστιν οὐχ ὑπονοοῦντες, ἀλλ εἰδότες, ἐπ αὐτὸ καταφεύγομεν, ἀνθρώπινον σῶμα ὡς ἀγγεῖον φρονήσεως καὶ λόγου θεῷ προσάπτοντες, ἐνδείᾳ καὶ ἀπορίᾳ παραδείγματος τῷ φανερῷ τε καὶ εἰκαστῷ τὸ ἀνείκαστον καὶ ἀφανὲς ἐνδείκνυσθαι ζητοῦντες, συμβόλου δυνάμει χρώμενοι, κρεῖττονἤ φασι τῶν βαρβάρων τινὰς ζῴοις τὸ θεῖον ἀφομοιοῦν κατὰ σμικρὰς καὶ ἀτόπους ἀφορμάς. (Dio, Chrysostom, Orationes, 76:3)
(디오, 크리소토모스, 연설, 76:3)
- τὴν δὲ ἀνθρώπων καὶ θεῶν ξυγγένειαν αὐτό που τὸ τῆς μορφῆς ὅμοιον ἐν εἴδει συμβόλου: (Dio, Chrysostom, Orationes, 99:5)
(디오, 크리소토모스, 연설, 99:5)
유의어
-
to meet or fall in with
- περιτυγχάνω (우연히 만나다, 우연히 마주치다, 만나다)
- ἐγκύρω (우연히 만나다, 우연히 마주치다, 만나다)
- συμπίπτω (만나다, 우연히 만나다, 우연히 마주치다)
- συνάντομαι (접근하다, 다가가다, 만나다)
- ὑπεξέρχομαι (to go out to meet)
- συμβαίνω (만나다, 접하다)
- συμμίγνυμι (만나다, 접하다)
- ἀντάω (만나다, 접하다)
- συναντάω (만나다, 접하다, 맞다)
- συνέχω (만나다, 접하다)
- συνήκω (만나다, 접하다)
- ὁμηρέω (만나다, 접하다)
- ὁμαρτέω (만나다, 접하다)
- ἀντιάζω (to meet in)
- ἀντιπρόειμι (만나다, 접하다)
- μαδάω ( I fall off)
- τάσσω ( I fall in, form up)
- συνηβολέω (만나다, 우연히 만나다)
- ἀποπίπτω (to fall off from, to fall off)
- ἀπορρέω (to fall off)
- ἐκπίπτω (to fall out of)
- ἐκρέω ( I fall off)
- ἐνσκήπτω (to fall in or on)
- πίπτω (떨어지다, 넘어지다)
- ἐπαντιάζω (만나다, 우연히 만나다)
- καταρρέω (to fall off)
- περιπίπτω (만나다, 우연히 만나다)
- προσκυρέω (내리누르다, 만나다, 일어나다)
- προσπίπτω (마주치다, 접하다, 우연히 만나다)