συμβολέω?
ε 축약 동사;
로마알파벳 전사: symboleō
고전 발음: [쉼볼레오:]
신약 발음: [쉼볼래오]
기본형:
συμβολέω
형태분석:
συμβολέ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to meet or fall in with
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐν συμβόλοις ἐπηρώτων, καὶ ἐν ράβδοις αὐτοῦ ἀπήγγελλον αὐτῷ. πνεύματι πορνείας ἐπλανήθησαν καὶ ἐξεπόρνευσαν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ αὐτῶν. (Septuagint, Prophetia Osee 4:12)
(70인역 성경, 호세아서 4:12)
- οἱ ἄνθρωποι συμβόλοις εἴδωλα τῶν νοουμένων καὶ εἰκόνας ὁρῶσιν, αὐτὰ δ οὐ γιγνώσκουσι πλὴν οἷς ἔπεστιν ἴδιόν τι καὶ δαιμόνιον ὥσπερ εἴρηται φέγγος: (Plutarch, De genio Socratis, section 20 20:1)
(플루타르코스, De genio Socratis, section 20 20:1)
- Σωκράτει δὲ τῷ σοφῷ τὸ δαιμόνιον οἷς εἰώθει συμβόλοις χρησάμενον πρὸς αὐτὸν ἐμήνυσε κἀκεῖνα, τὸν ἔκπλουν ἐπ ὀλέθρῳ τῆς πόλεως πραττόμενον. (Plutarch, , chapter 13 6:1)
(플루타르코스, , chapter 13 6:1)
- βούλεται γὰρ ὑμῶν τοῦτο προλαβεῖν καὶ ὁμολογούμενον ἐν τοῖς συμβόλοις καταστῆσαι, ὅτι τῶν περὶ Ποτείδαιαν γεγενημένων ἀδικημάτων οὐδὲν ἐγκαλεῖτε αὐτῷ ὡς ἀδικούμενοι, ἀλλὰ βεβαιοῦτε δικαίως αὐτὴν ἐκεῖνον καὶ λαβεῖν καὶ κεκτῆσθαι. (Demosthenes, Speeches, 13:2)
(데모스테네스, Speeches, 13:2)
- καὶ συμβόλοις χρῶνται καθιερωμένοις οἱ μὲν ἀμυδροῖς οἱ δὲ τρανοτέροις, ἐπὶ τὰ θεῖα τὴν νόησιν ὁδηγοῦντες οὐκ ἀκινδύνως. (Plutarch, De Iside et Osiride, section 67 4:1)
(플루타르코스, De Iside et Osiride, section 67 4:1)
유의어
-
to meet or fall in with
- περιτυγχάνω (우연히 만나다, 우연히 마주치다, 만나다)
- ἐγκύρω (우연히 만나다, 우연히 마주치다, 만나다)
- συμπίπτω (만나다, 우연히 만나다, 우연히 마주치다)
- συνάντομαι (접근하다, 다가가다, 만나다)
- ὑπεξέρχομαι (to go out to meet)
- συμβαίνω (만나다, 접하다)
- συμμίγνυμι (만나다, 접하다)
- ἀντάω (만나다, 접하다)
- συναντάω (만나다, 접하다, 맞다)
- συνέχω (만나다, 접하다)
- συνήκω (만나다, 접하다)
- ὁμηρέω (만나다, 접하다)
- ὁμαρτέω (만나다, 접하다)
- ἀντιάζω (to meet in)
- ἀντιπρόειμι (만나다, 접하다)
- μαδάω ( I fall off)
- τάσσω ( I fall in, form up)
- συνηβολέω (만나다, 우연히 만나다)
- ἀποπίπτω (to fall off from, to fall off)
- ἀπορρέω (to fall off)
- ἐκπίπτω (to fall out of)
- ἐκρέω ( I fall off)
- ἐνσκήπτω (to fall in or on)
- πίπτω (떨어지다, 넘어지다)
- ἐπαντιάζω (만나다, 우연히 만나다)
- καταρρέω (to fall off)
- περιπίπτω (만나다, 우연히 만나다)
- προσκυρέω (내리누르다, 만나다, 일어나다)
- προσπίπτω (마주치다, 접하다, 우연히 만나다)