헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στείνω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στείνω

형태분석: στείν (어간) + ω (인칭어미)

어원: only in pres. and imperf.

  1. to straiten, to become strait, to be narrowed, to be straitened for room
  2. to be or become full, be thronged, were crowded, burdened

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στείνω

στείνεις

στείνει

쌍수 στείνετον

στείνετον

복수 στείνομεν

στείνετε

στείνουσιν*

접속법단수 στείνω

στείνῃς

στείνῃ

쌍수 στείνητον

στείνητον

복수 στείνωμεν

στείνητε

στείνωσιν*

기원법단수 στείνοιμι

στείνοις

στείνοι

쌍수 στείνοιτον

στεινοίτην

복수 στείνοιμεν

στείνοιτε

στείνοιεν

명령법단수 στείνε

στεινέτω

쌍수 στείνετον

στεινέτων

복수 στείνετε

στεινόντων, στεινέτωσαν

부정사 στείνειν

분사 남성여성중성
στεινων

στεινοντος

στεινουσα

στεινουσης

στεινον

στεινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στείνομαι

στείνει, στείνῃ

στείνεται

쌍수 στείνεσθον

στείνεσθον

복수 στεινόμεθα

στείνεσθε

στείνονται

접속법단수 στείνωμαι

στείνῃ

στείνηται

쌍수 στείνησθον

στείνησθον

복수 στεινώμεθα

στείνησθε

στείνωνται

기원법단수 στεινοίμην

στείνοιο

στείνοιτο

쌍수 στείνοισθον

στεινοίσθην

복수 στεινοίμεθα

στείνοισθε

στείνοιντο

명령법단수 στείνου

στεινέσθω

쌍수 στείνεσθον

στεινέσθων

복수 στείνεσθε

στεινέσθων, στεινέσθωσαν

부정사 στείνεσθαι

분사 남성여성중성
στεινομενος

στεινομενου

στεινομενη

στεινομενης

στεινομενον

στεινομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

관련어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION