σκοταῖος
First/Second declension Adjective;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
σκοταῖος
σκοταῖη
σκοταῖον
Structure:
σκοται
(Stem)
+
ος
(Ending)
Sense
- in the dark
- dark, obscure
Declension
First/Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- αὐτὸσ δὲ τοὺσ περιλελειμμένουσ ἄνδρασ ἐκ τῆσ μόρασ ἀναλαβὼν ἀπῆγεν εἰσ Λακεδαίμονα, πρὸ ἡμέρασ ποιούμενοσ τὰσ ἀναζεύξεισ καὶ πάλιν σκοταίουσ τὰσ καταλύσεισ, ὅπωσ οἱ μισοῦντεσ καὶ βασκαίνοντεσ τῶν Ἀρκάδων μὴ ἐπιχαίρωσιν· (Plutarch, Agesilaus, chapter 22 4:3)
- προεπέμφθη δὲ καὶ Καφισίασ ὑπ’ αὐτοῦ μετὰ τεσσάρων ἄλλων εὔζωνοσ, οὓσ ἔδει πρὸσ τὸν κηπουρὸν ἀφικέσθαι σκοταίουσ, φάσκοντασ ὁδοιπόρουσ εἶναι, καὶ καταυλισαμένουσ αὐτόν τε συγκλεῖσαι καὶ τοὺσ κύνασ· (Plutarch, Aratus, chapter 6 3:1)
- τεκμαιρόμενοσ δὲ τοὺσ πολεμίουσ ἐκ τῆσ φυγῆσ καθ’ ἕνα καὶ δύο πρὸσ τὴν πόλιν ὑπάξειν σκοταίουσ, ἐλλοχίζει τοῖσ περὶ τὸ ἄστυ ῥείθροισ καὶ λόφοισ πολλοὺσ ἔχοντασ ἐγχειρίδια τῶν Ἀχαιῶν, ἐνταῦθα πλείστουσ ἀποθανεῖν συνέβη τῶν τοῦ Νάβιδοσ· (Plutarch, Philopoemen, chapter 14 6:2)
- τῷ δὲ Φαβίῳ συνέβη μὲν ἔτι νυκτὸσ αἰσθέσθαι τὸν δόλον φεύγουσαι γὰρ ἔνιαι τῶν βοῶν σποράδεσ ἧκον αὐτῶν εἰσ χεῖρασ, ἐνέδρασ δὲ δεδιὼσ σκοταίουσ ἀτρέμα τὴν δύναμιν ἐν τοῖσ ὅπλοισ εἶχεν. (Plutarch, Fabius Maximus, chapter 7 1:1)
- ἡνίκα δ’ ἦν ἀμφὶ τὴν τελευταίαν φυλακὴν καὶ ἐλείπετο τῆσ νυκτὸσ ὅσον σκοταίουσ διελθεῖν τὸ πεδίον, τηνικαῦτα ἀναστάντεσ ἀπὸ παραγγέλσεωσ πορευόμενοι ἀφικνοῦνται ἅμα τῇ ἡμέρᾳ πρὸσ τὸ ὄροσ. (Xenophon, Anabasis, , chapter 1 7:1)
Synonyms
-
in the dark
- σκότιος (dark)
- σκοτεινός (dark, the darkness)
- σκοτόεις (dark)
- μαυρός (dark)
- σκοτώδης (dark)
- ἀμαυρός (dark)
- σκότιος (dark)
- κυανωπός (dark-looking)
- σκοτοειδής (dark-looking)
- ἀμαυρόβιος (living in darkness)
- μελάμφυλλος (dark-leaved, dark with leaves)
- μελαμπέταλος (dark-leaved)
- κυανόθριξ (dark-haired)
- ἰοβόστρυχος (dark-haired)
- περκνός (dark coloured)
- σκιερός (dark-coloured)
- καρύκινος (dark-red)
- μέλας (dark, black)
- μελάγχιμος (black, dark)
- Κρόνιος (of the dark ages)
- ἐπίπερκνος (somewhat dark)
- ψεφηνός (dark, obscure)
- σκότιος (dark, obscure)
- μέλας ( dark, obscure)
- σκοτεινός (dark, obscure)
- κυανόστολος (dark-robed)
- κυανοβλέφαρος (dark-eyed)
- κυανώπης (dark-eyed)
- μελαναυγής (dark-gleaming)
- κυαναυγής (dark-gleaming)
- κυανόπεπλος (dark-veiled)
- κυάνεος (dark-blue)
- ἐρεβεννός (dark, gloomy)
- αἰνιγματώδης (riddling, dark)
- κυανόφρυς (dark-browed)
- σκνιπαῖος (dark, in the twilight)
- ἐπίσκοτος (in the dark, darkened)
- κνεφαῖος (dark, dusky)
-
dark
- σκοτεινός (dark, obscure)
- σκότιος (dark, obscure)
- μέλας ( dark, obscure)
- ψεφηνός (dark, obscure)
- ἐπίσκιος (shaded, dark, obscure)
- ἀλαμπής (obscure)
- ἄφαντος (obscure)
- ἐρεμνός (black, swart, dark)
- σκοτόεις (dark)
- σκοτώδης (dark)
- σκότιος (dark)
- σκότιος (dark)
- σκοτεινός (dark, the darkness)
- μαυρός (dark)
- ἀμαυρός (dark)
- ἀτέκμαρτος (not to be guessed, obscure, baffling)