σκοταῖος
First/Second declension Adjective;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
σκοταῖος
σκοταῖη
σκοταῖον
Structure:
σκοται
(Stem)
+
ος
(Ending)
Sense
- in the dark
- dark, obscure
Declension
First/Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ γράμματα μὲν οὐκ ἔλαβε πρὸσ τοὺσ ἐν τῷ Καπιτωλίῳ, μὴ ληφθέντοσ αὐτοῦ φωράσωσιν οἱ πολέμιοι δι’ αὐτῶν τοῦ Καμίλλου τήν διάνοιαν, ἐσθῆτα δὲ φαύλην ἔχων καὶ φελλοὺσ ὑπ’ αὐτῇ κομίζων τήν μὲν ἄλλην ὁδὸν ἡμέρασ ἀδεῶσ διῆλθεν, ἐγγὺσ δὲ τῆσ πόλεωσ γενόμενοσ ἤδη σκοταῖοσ, ἐπεὶ κατὰ γέφυραν οὐκ ἦν τόν ποταμὸν περᾶσαι τῶν βαρβάρων παραφυλαττόντων, τήν μὲν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ περισπειράσασ οὐ πολλὴν οὐδὲ βαρεῖαν, τοῖσ δὲ φελλοῖσ ἐφεὶσ τὸ σῶμα καὶ συνεπικουφίζων τῷ περαιοῦσθαι πρὸσ τήν πόλιν ἐξέβη. (Plutarch, Camillus, chapter 25 1:3)
- ὁ δὲ Ἄρατοσ εἰσ Κόρινθον ἤδη σκοταῖοσ ἐκ Κεγχρεῶν ὑποστρέψασ, καὶ τὰσ ὁδοὺσ φυλακαῖσ διαλαβών, ἦγε τοὺσ Ἀχαιοὺσ ἑπομένουσ οὕτω μὲν εὐτάκτωσ, οὕτω δὲ ταχέωσ καὶ προθύμωσ ὥστε μὴ μόνον ὁδεύοντασ, ἀλλὰ καὶ παρελθόντασ εἰσ τὰσ Κλεωνὰσ ἔτι νυκτὸσ οὔσησ καὶ συνταξαμένουσ ἐπὶ μάχην ἀγνοεῖσθαι καὶ λανθάνειν τὸν Ἀρίστιππον. (Plutarch, Aratus, chapter 29 2:1)
- παρὰ δὲ Μαντίνειαν ἐξ Ὀρχομενοῦ ὄρθρου ἀναστὰσ ἔτι σκοταῖοσ παρῆλθεν. (Xenophon, Hellenica, , chapter 5 21:3)
- ταῦτα δὲ διαπραξάμενοσ ὁ Κῦροσ ἤδη σκοταῖοσ ἀναγαγὼν ἐστρατοπεδεύσατο ἐν Θυμβράροισ. (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 1 56:2)
Synonyms
-
in the dark
- σκότιος (dark)
- σκοτεινός (dark, the darkness)
- σκοτόεις (dark)
- μαυρός (dark)
- σκοτώδης (dark)
- ἀμαυρός (dark)
- σκότιος (dark)
- κυανωπός (dark-looking)
- σκοτοειδής (dark-looking)
- ἀμαυρόβιος (living in darkness)
- μελάμφυλλος (dark-leaved, dark with leaves)
- μελαμπέταλος (dark-leaved)
- κυανόθριξ (dark-haired)
- ἰοβόστρυχος (dark-haired)
- περκνός (dark coloured)
- σκιερός (dark-coloured)
- καρύκινος (dark-red)
- μέλας (dark, black)
- μελάγχιμος (black, dark)
- Κρόνιος (of the dark ages)
- ἐπίπερκνος (somewhat dark)
- ψεφηνός (dark, obscure)
- σκότιος (dark, obscure)
- μέλας ( dark, obscure)
- σκοτεινός (dark, obscure)
- κυανόστολος (dark-robed)
- κυανοβλέφαρος (dark-eyed)
- κυανώπης (dark-eyed)
- μελαναυγής (dark-gleaming)
- κυαναυγής (dark-gleaming)
- κυανόπεπλος (dark-veiled)
- κυάνεος (dark-blue)
- ἐρεβεννός (dark, gloomy)
- αἰνιγματώδης (riddling, dark)
- κυανόφρυς (dark-browed)
- σκνιπαῖος (dark, in the twilight)
- ἐπίσκοτος (in the dark, darkened)
- κνεφαῖος (dark, dusky)
-
dark
- σκοτεινός (dark, obscure)
- σκότιος (dark, obscure)
- μέλας ( dark, obscure)
- ψεφηνός (dark, obscure)
- ἐπίσκιος (shaded, dark, obscure)
- ἀλαμπής (obscure)
- ἄφαντος (obscure)
- ἐρεμνός (black, swart, dark)
- σκοτόεις (dark)
- σκοτώδης (dark)
- σκότιος (dark)
- σκότιος (dark)
- σκοτεινός (dark, the darkness)
- μαυρός (dark)
- ἀμαυρός (dark)
- ἀτέκμαρτος (not to be guessed, obscure, baffling)