- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πτέρνα?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: pterna 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πτέρνα πτέρνης

형태분석: πτερν (어간) + α (어미)

  1. 뒤꿈치, 발뒤꿈치
  1. heel

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πτέρνα

뒤꿈치가

πτέρνα

뒤꿈치들이

πτέρναι

뒤꿈치들이

속격 πτέρνης

뒤꿈치의

πτέρναιν

뒤꿈치들의

πτερνῶν

뒤꿈치들의

여격 πτέρνῃ

뒤꿈치에게

πτέρναιν

뒤꿈치들에게

πτέρναις

뒤꿈치들에게

대격 πτέρναν

뒤꿈치를

πτέρνα

뒤꿈치들을

πτέρνας

뒤꿈치들을

호격 πτέρνα

뒤꿈치야

πτέρνα

뒤꿈치들아

πτέρναι

뒤꿈치들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐὰν εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου. διατί ἀπήντησέ μοι ταῦτα; διὰ τὸ πλῆθος τῆς ἀδικίας σου ἀνεκαλύφθη τὰ ὀπίσθιά σου παραδειγματισθῆναι τὰς πτέρνας σου. (Septuagint, Liber Ieremiae 13:22)

    (70인역 성경, 예레미야서 13:22)

  • ἔχειν δὲ τὰς μὲν πτέρνας πρόσθεν, τοὺς δὲ ταρσοὺς ὄπισθεν καὶ τοὺς δακτύλους. (Strabo, Geography, book 15, chapter 1 114:10)

    (스트라본, 지리학, book 15, chapter 1 114:10)

  • ὅτε δὲ κουφίζων τὴν πρῶρραν ὀρθὸν ποιήσειε τὸ σκάφος ἐπὶ πρύμναν, τὰς μὲν πτέρνας τῶν ὀργάνων εἰς ἀκίνητον καθῆπτε, τὴν δὲ χεῖρα καὶ τὴν ἅλυσιν ἐκ τῆς μηχανῆς ἐξέρραινε διά τινος σχαστηρίας. (Polybius, Histories, book 8, chapter 6 3:1)

    (폴리비오스, Histories, book 8, chapter 6 3:1)

유의어

  1. 뒤꿈치

관련어

명사

형용사

동사

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION