헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πρύμνα

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πρύμνα πρύμνης

형태분석: πρυμν (어간) + α (어미)

어원: fem. of prumno/s

  1. 선미루,  , 고물, 선미
  2. 그릇, 선박
  3. 발, 아래, 밑
  1. the hindmost part of a ship, the stern, poop, to retire, draw back
  2. the vessel
  3. the bottom, the foot

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πρύμνα

선미루가

πρύμνᾱ

선미루들이

πρύμναι

선미루들이

속격 πρύμνης

선미루의

πρύμναιν

선미루들의

πρυμνῶν

선미루들의

여격 πρύμνῃ

선미루에게

πρύμναιν

선미루들에게

πρύμναις

선미루들에게

대격 πρύμναν

선미루를

πρύμνᾱ

선미루들을

πρύμνᾱς

선미루들을

호격 πρύμνα

선미루야

πρύμνᾱ

선미루들아

πρύμναι

선미루들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀλλ’ εἶργον ἡμᾶσ τοξόται πρύμνησ ἔπι σταθέντεσ ἰοῖσ, ὥστ’ ἀναστεῖλαι πρόσω. (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode 5:7)

    (에우리피데스, Iphigenia in Tauris, episode 5:7)

  • νῆσοι ἦσαν ἐπιμήκεισ μέν, οὐ πάνυ δὲ ὑψηλαί, ὅσον ἑκατὸν σταδίων ἑκάστη τὸ περίμετρον ἐπὶ δὲ αὐτῶν ἔπλεον τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων ἀμφὶ τοὺσ εἴκοσι καὶ ἑκατὸν τούτων δὲ οἱ μὲν παρ’ ἑκάτερα τῆσ νήσου καθήμενοι ἐφεξῆσ ἐκωπηλάτουν κυπαρίττοισ μεγάλαισ αὐτοκλάδοισ καὶ αὐτοκόμοισ ὥσπερ ἐρετμοῖσ, κατόπιν δὲ ἐπὶ τῆσ πρύμνησ, ὡσ ἐδόκει, κυβερνήτησ ἐπὶ λόφου ὑψηλοῦ εἱστήκει χάλκεον ἔχων πηδάλιον πεντασταδιαῖον τὸ μῆκοσ· (Lucian, Verae Historiae, book 1 40:4)

    (루키아노스, Verae Historiae, book 1 40:4)

  • "ὡσ οὖν ἐγένετο κατὰ τὸ Παλῶδεσ, οὔτε πνεύματοσ ὄντοσ οὔτε κλύδωνοσ, ἐκ πρύμνησ βλέποντα τὸν Θαμοῦν πρὸσ τὴν γῆν εἰπεῖν, ὥσπερ ἤκουσεν, ὅτι Πὰν ὁ μέγασ τέθνηκεν. (Plutarch, De defectu oraculorum, section 17 1:12)

    (플루타르코스, De defectu oraculorum, section 17 1:12)

  • εἰσ δὲ Κόρινθον τοῦ στόλου καταπλέοντοσ ἥ τε κάλπισ ἐκ πρύμνησ περιφανὴσ ἑωρᾶτο πορφύρᾳ βασιλικῇ καὶ διαδήματι κεκοσμημένη, καὶ παρειστήκεισαν ἐν ὅπλοισ νεανίσκοι δορυφοροῦντεσ. (Plutarch, Demetrius, chapter 53 2:2)

    (플루타르코스, Demetrius, chapter 53 2:2)

  • ἔπλει δὲ πλοίῳ λέοντα μὲν ἔχοντι πρῴραθεν ἐπίσημον, ἐκ δὲ πρύμνησ δράκοντα, καὶ πολλὰ κακὰ τοὺσ Λυκίουσ ἐποίει, καὶ πλεῦσαι τὴν θάλατταν οὐκ ἦν οὐδὲ τὰσ ἐγγὺσ θαλάττησ πόλεισ οἰκεῖν. (Plutarch, Mulierum virtutes, 1:1)

    (플루타르코스, Mulierum virtutes, 1:1)

유의어

  1. 그릇

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION