- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πρύμνα?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: prymna 고전 발음: [륌나] 신약 발음: [륌나]

기본형: πρύμνα πρύμνης

형태분석: πρυμν (어간) + α (어미)

어원: fem. of πρυμνός

  1. 선미루,  , 고물, 선미
  2. 그릇, 선박
  3. 발, 아래, 밑
  1. the hindmost part of a ship, the stern, poop, to retire, draw back
  2. the vessel
  3. the bottom, the foot

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πρύμνα

선미루가

πρύμνα

선미루들이

πρύμναι

선미루들이

속격 πρύμνης

선미루의

πρύμναιν

선미루들의

πρυμνῶν

선미루들의

여격 πρύμνῃ

선미루에게

πρύμναιν

선미루들에게

πρύμναις

선미루들에게

대격 πρύμναν

선미루를

πρύμνα

선미루들을

πρύμνας

선미루들을

호격 πρύμνα

선미루야

πρύμνα

선미루들아

πρύμναι

선미루들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἢ πλοίων μὲν ἄρχοντας οὐ ποιεῖ γράμματα κυβερνητικά, μὴ πολλάκις γενομένους ἐν πρύμνῃ θεατὰς τῶν πρὸς κῦμα καὶ πνεῦμα καὶ νύκτα χειμέριον ἀγώνων, ὅτε Τυνδαριδᾶν ἀδελφῶν ἅλιον ναύταν πόθος βάλλει· (Plutarch, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 12 2:3)

    (플루타르코스, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 12 2:3)

  • ἐπεὶ δὲ πλέοντες ἀπείχομεν τῆς καλιᾶς ὅσον σταδίους διακοσίους, τέρατα ἡμῖν μεγάλα καὶ θαυμαστὰ ἐπεσήμανεν ὅ τε γὰρ ἐν τῇ πρύμνῃ χηνίσκος ἄφνω ἐπτερύξατο καὶ ἀνεβόησεν, καὶ ὁ κυβερνήτης ὁ Σκίνθαρος φαλακρὸς ἤδη ὢν ἀνεκόμησεν, καὶ τὸ πάντων δὴ παραδοξότατον, ὁ γὰρ ἱστὸς τῆς νεὼς ἐξεβλάστησεν καὶ κλάδους ἀνέφυσεν καὶ ἐπὶ τῷ ἄκρῳ ἐκαρποφόρησεν, ὁ δὲ καρπὸς ἦν σῦκα καὶ σταφυλὴ μέλαινα, οὔπω πέπειρος. (Lucian, Verae Historiae, book 2 41:1)

    (루키아노스, Verae Historiae, book 2 41:1)

  • "ἐσκευασμένος οὖν καὶ προειπὼν ὅτι προθυμία τις αὐτὸν ἔχοι τῶν νόμων διελθεῖν τὸν Πυθικὸν ὑπὲρ σωτηρίας αὑτοῦ καὶ τῆς νεὼς καὶ τῶν ἐμπλεόντων, καταστὰς παρὰ τὸν τοῖχον ἐν πρύμνῃ καί τινα θεῶν πελαγίων ἀνάκλησιν προανακρουσάμενος ᾄδοι τὸν νόμον. (Plutarch, Septem sapientium convivium, chapter, section 18 5:7)

    (플루타르코스, Septem sapientium convivium, chapter, section 18 5:7)

  • ἐκλέγεται κυβερνήτης καὶ κυβερνήτην ναύκληρος εὖ μὲν ἐνὶ πρύμνῃ οἰήιον, εὖ δὲ κεραίην εἰδότας ἐντείνασθαι ἐπορνυμένου ἀνέμοιο: (Plutarch, Praecepta gerendae reipublicae, chapter, section 13 8:1)

    (플루타르코스, Praecepta gerendae reipublicae, chapter, section 13 8:1)

  • Κάδμου πολῖται, χρὴ λέγειν τὰ καίρια ὅστις φυλάσσει πρᾶγος ἐν πρύμνῃ πόλεως οἰάκα νωμῶν, βλέφαρα μὴ κοιμῶν ὕπνῳ. (Aeschylus, Seven Against Thebes, episode 1:1)

    (아이스킬로스, 테바이를 공격한 일곱 장수, episode 1:1)

유의어

  1. 그릇

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION