Ancient Greek-English Dictionary Language

προκαλέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προκαλέω προκαλέσω

Structure: προ (Prefix) + καλέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to call forth, to call out to fight, challenge, defy
  2. to invite or summon beforehand
  3. to invite
  4. at or after
  5. to offer or propose, to offer
  6. to make an offer or challenge
  7. to call up or forth

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκαλῶ προκαλεῖς προκαλεῖ
Dual προκαλεῖτον προκαλεῖτον
Plural προκαλοῦμεν προκαλεῖτε προκαλοῦσιν*
SubjunctiveSingular προκαλῶ προκαλῇς προκαλῇ
Dual προκαλῆτον προκαλῆτον
Plural προκαλῶμεν προκαλῆτε προκαλῶσιν*
OptativeSingular προκαλοῖμι προκαλοῖς προκαλοῖ
Dual προκαλοῖτον προκαλοίτην
Plural προκαλοῖμεν προκαλοῖτε προκαλοῖεν
ImperativeSingular προκάλει προκαλείτω
Dual προκαλεῖτον προκαλείτων
Plural προκαλεῖτε προκαλούντων, προκαλείτωσαν
Infinitive προκαλεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
προκαλων προκαλουντος προκαλουσα προκαλουσης προκαλουν προκαλουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκαλοῦμαι προκαλεῖ, προκαλῇ προκαλεῖται
Dual προκαλεῖσθον προκαλεῖσθον
Plural προκαλούμεθα προκαλεῖσθε προκαλοῦνται
SubjunctiveSingular προκαλῶμαι προκαλῇ προκαλῆται
Dual προκαλῆσθον προκαλῆσθον
Plural προκαλώμεθα προκαλῆσθε προκαλῶνται
OptativeSingular προκαλοίμην προκαλοῖο προκαλοῖτο
Dual προκαλοῖσθον προκαλοίσθην
Plural προκαλοίμεθα προκαλοῖσθε προκαλοῖντο
ImperativeSingular προκαλοῦ προκαλείσθω
Dual προκαλεῖσθον προκαλείσθων
Plural προκαλεῖσθε προκαλείσθων, προκαλείσθωσαν
Infinitive προκαλεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προκαλουμενος προκαλουμενου προκαλουμενη προκαλουμενης προκαλουμενον προκαλουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκαλέσω προκαλέσεις προκαλέσει
Dual προκαλέσετον προκαλέσετον
Plural προκαλέσομεν προκαλέσετε προκαλέσουσιν*
OptativeSingular προκαλέσοιμι προκαλέσοις προκαλέσοι
Dual προκαλέσοιτον προκαλεσοίτην
Plural προκαλέσοιμεν προκαλέσοιτε προκαλέσοιεν
Infinitive προκαλέσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προκαλεσων προκαλεσοντος προκαλεσουσα προκαλεσουσης προκαλεσον προκαλεσοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκαλέσομαι προκαλέσει, προκαλέσῃ προκαλέσεται
Dual προκαλέσεσθον προκαλέσεσθον
Plural προκαλεσόμεθα προκαλέσεσθε προκαλέσονται
OptativeSingular προκαλεσοίμην προκαλέσοιο προκαλέσοιτο
Dual προκαλέσοισθον προκαλεσοίσθην
Plural προκαλεσοίμεθα προκαλέσοισθε προκαλέσοιντο
Infinitive προκαλέσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προκαλεσομενος προκαλεσομενου προκαλεσομενη προκαλεσομενης προκαλεσομενον προκαλεσομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὦ Ἡράκλεισ, ἰοὺ ἰού, προκαλοῦμαί σε τραύματοσ εἰσ Ἄρειον πάγον. (Lucian, Timon, (no name) 45:11)
  • προκαλοῦμαί σε ταυτί· (Demosthenes, Speeches 31-40, 69:2)
  • ἀλλ’ οὐδέτερόν γε δίκαιον τούτων οὐδ’ ἂν εἷσ φήσειεν εἶναι, ἀλλ’ ὃ ἐγὼ προκαλοῦμαι νῦν. (Demosthenes, Speeches 41-50, 75:2)
  • ἐγὼ δὲ τότε μὲν ἐναντίον τῶν μαρτύρων τῶν παραγενομένων προὐκαλεσάμην, νυνὶ δὲ καὶ ὑμῶν ἐναντίον τῶν δικαστῶν πάλιν προκαλοῦμαι, καὶ ἀξιῶ συγχωρεῖν αὐτὸν καὶ ἐγὼ συγχωρῶ ἀνοιχθῆναι τὰσ συνθήκασ ἐνταυθὶ ἐπὶ τοῦ δικαστηρίου, καὶ ἀκοῦσαι ὑμᾶσ, καὶ πάλιν σημανθῆναι ἐναντίον ὑμῶν. (Demosthenes, Speeches 41-50, 60:1)
  • προκαλοῦμαι δὴ αὐτὸν πρὸσ τὸ συνδειπνεῖν, ἀτεχνῶσ ὥσπερ ἐραστὴσ παιδικοῖσ ἐπιβουλεύων. (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 487:4)

Synonyms

  1. to call forth

  2. to invite or summon beforehand

  3. to invite

  4. at or after

  5. to offer or propose

  6. to make an offer or challenge

  7. to call up or forth

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION