Ancient Greek-English Dictionary Language

πόρω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πόρω

Structure: πόρ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: po/rw assumed as pres. to the aor2 e)/poron and perfect pe/prwtai.

Sense

  1. to furnish, offer, present, give, to fulfil, to offer, to grant that . .
  2. to bring
  3. it has or had been (is or was) fated, foredoomed, it is fated
  4. allotted, fated, destined to, destined, natural, natural, an appointed lot, fate, destiny

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πόρω πόρεις πόρει
Dual πόρετον πόρετον
Plural πόρομεν πόρετε πόρουσιν*
SubjunctiveSingular πόρω πόρῃς πόρῃ
Dual πόρητον πόρητον
Plural πόρωμεν πόρητε πόρωσιν*
OptativeSingular πόροιμι πόροις πόροι
Dual πόροιτον ποροίτην
Plural πόροιμεν πόροιτε πόροιεν
ImperativeSingular πόρε πορέτω
Dual πόρετον πορέτων
Plural πόρετε πορόντων, πορέτωσαν
Infinitive πόρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
πορων ποροντος πορουσα πορουσης πορον ποροντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πόρομαι πόρει, πόρῃ πόρεται
Dual πόρεσθον πόρεσθον
Plural πορόμεθα πόρεσθε πόρονται
SubjunctiveSingular πόρωμαι πόρῃ πόρηται
Dual πόρησθον πόρησθον
Plural πορώμεθα πόρησθε πόρωνται
OptativeSingular ποροίμην πόροιο πόροιτο
Dual πόροισθον ποροίσθην
Plural ποροίμεθα πόροισθε πόροιντο
ImperativeSingular πόρου πορέσθω
Dual πόρεσθον πορέσθων
Plural πόρεσθε πορέσθων, πορέσθωσαν
Infinitive πόρεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
πορομενος πορομενου πορομενη πορομενης πορομενον πορομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ῥεῖα δέ κεν πλεόνεσσι πόροι Ζεὺσ ἄσπετον ὄλβον. (Hesiod, Works and Days, Book WD 44:3)
  • χρημάτων δ’ εἰσὶν πόροι. (Euripides, Suppliants, episode 2:40)
  • οἱ γὰρ πόροι διὰ λεπτότητα τὸ γεῶδεσ καὶ παχυμερὲσ οὐ διηθοῦσιν. (Plutarch, Quaestiones Naturales, chapter 5 8:1)
  • σκόπει δὴ μὴ τὴν θάλατταν γεώδη καὶ ἀνώμαλον οὖσαν ἐξωθεῖ καὶ διαστέλλει τῇ πυκνότητι τοὔλαιον, εἶτ’ ἀνατρεχούσησ εἰσ αὑτὴν καὶ συστελλομένησ ἀπολείπονται πόροι μεταξὺ ταῖσ ὄψεσι διαύγειαν καὶ καταφάνειαν διδόντεσ. (Plutarch, Quaestiones Naturales, chapter 12 3:1)
  • καὶ γὰρ καὶ αἱ κύστεισ ἑκάτεραι ἥ τε τὸ οὖρον ὑποδεχομένη καὶ ἡ τὴν ξανθὴν χολὴν οὐ μόνον τῶν ἄλλων ἁπάντων ἀλλὰ καὶ ἀλλήλων διαφέρουσι καὶ οἱ εἰσ τὸ ἧπαρ ἀποφυόμενοι πόροι, καθάπερ στόμαχοί τινεσ ἀπὸ τῆσ χοληδόχου κύστεωσ, οὐδὲν οὔτ’ ἀρτηρίαισ οὔτε φλεψὶν οὔτε νεύροισ ἐοίκασιν. (Galen, On the Natural Faculties., , section 621)

Synonyms

  1. to furnish

  2. to bring

  3. it has or had been fated

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION