- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πικρός?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: pikros 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πικρός πικρά πικρόν

형태분석: πικρ (어간) + ος (어미)

어원: from πεύκη

  1. 날카로운, 뾰족한, 예리한
  1. pointed, sharp, keen

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 πικρός

날카로운 (이)가

πικρά

날카로운 (이)가

πικρόν

날카로운 (것)가

속격 πικροῦ

날카로운 (이)의

πικρᾶς

날카로운 (이)의

πικροῦ

날카로운 (것)의

여격 πικρῷ

날카로운 (이)에게

πικρᾷ

날카로운 (이)에게

πικρῷ

날카로운 (것)에게

대격 πικρόν

날카로운 (이)를

πικράν

날카로운 (이)를

πικρόν

날카로운 (것)를

호격 πικρέ

날카로운 (이)야

πικρά

날카로운 (이)야

πικρόν

날카로운 (것)야

쌍수주/대/호 πικρώ

날카로운 (이)들이

πικρά

날카로운 (이)들이

πικρώ

날카로운 (것)들이

속/여 πικροῖν

날카로운 (이)들의

πικραῖν

날카로운 (이)들의

πικροῖν

날카로운 (것)들의

복수주격 πικροί

날카로운 (이)들이

πικραί

날카로운 (이)들이

πικρά

날카로운 (것)들이

속격 πικρῶν

날카로운 (이)들의

πικρῶν

날카로운 (이)들의

πικρῶν

날카로운 (것)들의

여격 πικροῖς

날카로운 (이)들에게

πικραῖς

날카로운 (이)들에게

πικροῖς

날카로운 (것)들에게

대격 πικρούς

날카로운 (이)들을

πικράς

날카로운 (이)들을

πικρά

날카로운 (것)들을

호격 πικροί

날카로운 (이)들아

πικραί

날카로운 (이)들아

πικρά

날카로운 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 πικρός

πικροῦ

날카로운 (이)의

πικρότερος

πικροτεροῦ

더 날카로운 (이)의

πικρότατος

πικροτατοῦ

가장 날카로운 (이)의

부사 πικρώς

πικρότερον

πικρότατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐγένετο δέ, ἡνίκα ἤκουσεν Ἡσαῦ τὰ ῥήματα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ἰσαάκ, ἀνεβόησε φωνὴν μεγάλην καὶ πικρὰν σφόδρα καὶ εἶπεν. εὐλόγησον δή κἀμέ, πάτερ. (Septuagint, Liber Genesis 27:34)

    (70인역 성경, 창세기 27:34)

  • καὶ εἶπε πρὸς αὐτάς. μὴ δὴ καλεῖτέ με Νωεμίν, καλέσατέ με Πικράν, ὅτι ἐπικράνθη ἐν ἐμοὶ ὁ ἱκανὸς σφόδρα. (Septuagint, Liber Ruth 1:20)

    (70인역 성경, 룻기 1:20)

  • ὅτι εἶδε Κύριος τὴν ταπείνωσιν Ἰσραὴλ πικρὰν σφόδρα καὶ ὀλιγοστοὺς συνεχομένους καὶ ἐσπανισμένους καὶ ἐγκαταλελειμμένους, καὶ οὐκ ἦν ὁ βοηθῶν τῷ Ἰσραήλ. (Septuagint, Liber II Regum 14:26)

    (70인역 성경, 열왕기 하권 14:26)

  • κρείσσων θάνατος ὑπὲρ ζωὴν πικρὰν καὶ ἀνάπαυσις αἰῶνος ἢ ἀρρώστημα ἔμμονον. (Septuagint, Liber Sirach 30:17)

    (70인역 성경, Liber Sirach 30:17)

  • πικρὰν δ οὖν τὴν τυραννίδα ἕξεις γευσάμενος τοῦ ξύλου. (Lucian, Cataplus, (no name) 13:15)

    (루키아노스, Cataplus, (no name) 13:15)

유의어

  1. 날카로운

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION