헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περιμένω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περιμένω περιμενῶ

형태분석: περι (접두사) + μέν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 기다리다, 예상하다, 기대하다
  2. 기다리다, 기대하다, 고대하다
  3. 기다리다, 예상하다, 대기하다
  4. 기다리다, 남아 있다, 굳건히 있다
  1. to wait for, await
  2. to await, be in store for
  3. they do, wait for
  4. to wait, stand still

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιμένω

(나는) 기다린다

περιμένεις

(너는) 기다린다

περιμένει

(그는) 기다린다

쌍수 περιμένετον

(너희 둘은) 기다린다

περιμένετον

(그 둘은) 기다린다

복수 περιμένομεν

(우리는) 기다린다

περιμένετε

(너희는) 기다린다

περιμένουσιν*

(그들은) 기다린다

접속법단수 περιμένω

(나는) 기다리자

περιμένῃς

(너는) 기다리자

περιμένῃ

(그는) 기다리자

쌍수 περιμένητον

(너희 둘은) 기다리자

περιμένητον

(그 둘은) 기다리자

복수 περιμένωμεν

(우리는) 기다리자

περιμένητε

(너희는) 기다리자

περιμένωσιν*

(그들은) 기다리자

기원법단수 περιμένοιμι

(나는) 기다리기를 (바라다)

περιμένοις

(너는) 기다리기를 (바라다)

περιμένοι

(그는) 기다리기를 (바라다)

쌍수 περιμένοιτον

(너희 둘은) 기다리기를 (바라다)

περιμενοίτην

(그 둘은) 기다리기를 (바라다)

복수 περιμένοιμεν

(우리는) 기다리기를 (바라다)

περιμένοιτε

(너희는) 기다리기를 (바라다)

περιμένοιεν

(그들은) 기다리기를 (바라다)

명령법단수 περιμένε

(너는) 기다려라

περιμενέτω

(그는) 기다려라

쌍수 περιμένετον

(너희 둘은) 기다려라

περιμενέτων

(그 둘은) 기다려라

복수 περιμένετε

(너희는) 기다려라

περιμενόντων, περιμενέτωσαν

(그들은) 기다려라

부정사 περιμένειν

기다리는 것

분사 남성여성중성
περιμενων

περιμενοντος

περιμενουσα

περιμενουσης

περιμενον

περιμενοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιμένομαι

περιμένει, περιμένῃ

περιμένεται

쌍수 περιμένεσθον

περιμένεσθον

복수 περιμενόμεθα

περιμένεσθε

περιμένονται

접속법단수 περιμένωμαι

περιμένῃ

περιμένηται

쌍수 περιμένησθον

περιμένησθον

복수 περιμενώμεθα

περιμένησθε

περιμένωνται

기원법단수 περιμενοίμην

περιμένοιο

περιμένοιτο

쌍수 περιμένοισθον

περιμενοίσθην

복수 περιμενοίμεθα

περιμένοισθε

περιμένοιντο

명령법단수 περιμένου

περιμενέσθω

쌍수 περιμένεσθον

περιμενέσθων

복수 περιμένεσθε

περιμενέσθων, περιμενέσθωσαν

부정사 περιμένεσθαι

분사 남성여성중성
περιμενομενος

περιμενομενου

περιμενομενη

περιμενομενης

περιμενομενον

περιμενομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιέμενον

(나는) 기다리고 있었다

περιέμενες

(너는) 기다리고 있었다

περιέμενεν*

(그는) 기다리고 있었다

쌍수 περιεμένετον

(너희 둘은) 기다리고 있었다

περιεμενέτην

(그 둘은) 기다리고 있었다

복수 περιεμένομεν

(우리는) 기다리고 있었다

περιεμένετε

(너희는) 기다리고 있었다

περιέμενον

(그들은) 기다리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιεμενόμην

περιεμένου

περιεμένετο

쌍수 περιεμένεσθον

περιεμενέσθην

복수 περιεμενόμεθα

περιεμένεσθε

περιεμένοντο

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὗτοι ἔλεγον ὅτι Κῦροσ μὲν τέθνηκεν, Ἀριαῖοσ δὲ πεφευγὼσ ἐν τῷ σταθμῷ εἰή μετὰ τῶν ἄλλων βαρβάρων ὅθεν τῇ προτεραίᾳ ὡρμῶντο, καὶ λέγει ὅτι ταύτην μὲν τὴν ἡμέραν περιμένοιεν αὐτούσ, εἰ μέλλοιεν ἥκειν, τῇ δὲ ἄλλῃ ἀπιέναι φαίη ἐπὶ Ιὠνίασ, ὅθενπερ ἦλθε. (Xenophon, Anabasis, , chapter 1 5:2)

    (크세노폰, Anabasis, , chapter 1 5:2)

유의어

  1. 기다리다

  2. 기다리다

  3. 기다리다

  4. 기다리다

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION