헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παραδίδωμι

-μι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παραδίδωμι παραδώσω

형태분석: παρα (접두사) + δίδο̄ (어간) + μι (인칭어미)

  1. 전달하다, 보내다, 전송하다
  2. 바르다, 응하다, 따르다, 일치하다
  1. to give or hand over to another, transmit
  2. to give a city or person into another's hands
  3. to give up to justice
  4. to hand down legends, opinions, etc.

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραδῖδωμι

(나는) 전달한다

παραδῖδως

(너는) 전달한다

παραδῖδωσιν*

(그는) 전달한다

쌍수 παραδίδοτον

(너희 둘은) 전달한다

παραδίδοτον

(그 둘은) 전달한다

복수 παραδίδομεν

(우리는) 전달한다

παραδίδοτε

(너희는) 전달한다

παραδιδόᾱσιν*

(그들은) 전달한다

접속법단수 παραδίδω

(나는) 전달하자

παραδίδοις

(너는) 전달하자

παραδίδοι

(그는) 전달하자

쌍수 παραδίδωτον

(너희 둘은) 전달하자

παραδίδωτον

(그 둘은) 전달하자

복수 παραδίδωμεν

(우리는) 전달하자

παραδίδωτε

(너희는) 전달하자

παραδίδωσιν*

(그들은) 전달하자

기원법단수 παραδιδοῖην

(나는) 전달하기를 (바라다)

παραδιδοῖης

(너는) 전달하기를 (바라다)

παραδιδοῖη

(그는) 전달하기를 (바라다)

쌍수 παραδιδοῖητον

(너희 둘은) 전달하기를 (바라다)

παραδιδοίητην

(그 둘은) 전달하기를 (바라다)

복수 παραδιδοῖημεν

(우리는) 전달하기를 (바라다)

παραδιδοῖητε

(너희는) 전달하기를 (바라다)

παραδιδοῖησαν

(그들은) 전달하기를 (바라다)

명령법단수 παραδῖδου

(너는) 전달해라

παραδιδότω

(그는) 전달해라

쌍수 παραδίδοτον

(너희 둘은) 전달해라

παραδιδότων

(그 둘은) 전달해라

복수 παραδίδοτε

(너희는) 전달해라

παραδιδόντων

(그들은) 전달해라

부정사 παραδιδόναι

전달하는 것

분사 남성여성중성
παραδιδους

παραδιδοντος

παραδιδουσα

παραδιδουσης

παραδιδον

παραδιδοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραδίδομαι

(나는) 전달된다

παραδίδοσαι

(너는) 전달된다

παραδίδοται

(그는) 전달된다

쌍수 παραδίδοσθον

(너희 둘은) 전달된다

παραδίδοσθον

(그 둘은) 전달된다

복수 παραδιδόμεθα

(우리는) 전달된다

παραδίδοσθε

(너희는) 전달된다

παραδίδονται

(그들은) 전달된다

접속법단수 παραδίδωμαι

(나는) 전달되자

παραδίδοι

(너는) 전달되자

παραδίδωται

(그는) 전달되자

쌍수 παραδίδωσθον

(너희 둘은) 전달되자

παραδίδωσθον

(그 둘은) 전달되자

복수 παραδιδώμεθα

(우리는) 전달되자

παραδίδωσθε

(너희는) 전달되자

παραδίδωνται

(그들은) 전달되자

기원법단수 παραδιδοῖμην

(나는) 전달되기를 (바라다)

παραδίδοιο

(너는) 전달되기를 (바라다)

παραδίδοιτο

(그는) 전달되기를 (바라다)

쌍수 παραδίδοισθον

(너희 둘은) 전달되기를 (바라다)

παραδιδοῖσθην

(그 둘은) 전달되기를 (바라다)

복수 παραδιδοῖμεθα

(우리는) 전달되기를 (바라다)

παραδίδοισθε

(너희는) 전달되기를 (바라다)

παραδίδοιντο

(그들은) 전달되기를 (바라다)

명령법단수 παραδίδοσο

(너는) 전달되어라

παραδιδόσθω

(그는) 전달되어라

쌍수 παραδίδοσθον

(너희 둘은) 전달되어라

παραδιδόσθων

(그 둘은) 전달되어라

복수 παραδίδοσθε

(너희는) 전달되어라

παραδιδόσθων

(그들은) 전달되어라

부정사 παραδίδοσθαι

전달되는 것

분사 남성여성중성
παραδιδομενος

παραδιδομενου

παραδιδομενη

παραδιδομενης

παραδιδομενον

παραδιδομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραδώσω

(나는) 전달하겠다

παραδώσεις

(너는) 전달하겠다

παραδώσει

(그는) 전달하겠다

쌍수 παραδώσετον

(너희 둘은) 전달하겠다

παραδώσετον

(그 둘은) 전달하겠다

복수 παραδώσομεν

(우리는) 전달하겠다

παραδώσετε

(너희는) 전달하겠다

παραδώσουσιν*

(그들은) 전달하겠다

기원법단수 παραδωσίημι

(나는) 전달하겠기를 (바라다)

παραδωσίης

(너는) 전달하겠기를 (바라다)

παραδωσίη

(그는) 전달하겠기를 (바라다)

쌍수 παραδωσίητον

(너희 둘은) 전달하겠기를 (바라다)

παραδωσιήτην

(그 둘은) 전달하겠기를 (바라다)

복수 παραδωσίημεν

(우리는) 전달하겠기를 (바라다)

παραδωσίητε

(너희는) 전달하겠기를 (바라다)

παραδωσίησαν

(그들은) 전달하겠기를 (바라다)

부정사 παραδώσειν

전달할 것

분사 남성여성중성
παραδωσων

παραδωσοντος

παραδωσουσα

παραδωσουσης

παραδωσον

παραδωσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραδώσομαι

(나는) 전달되겠다

παραδώσει, παραδώσῃ

(너는) 전달되겠다

παραδώσεται

(그는) 전달되겠다

쌍수 παραδώσεσθον

(너희 둘은) 전달되겠다

παραδώσεσθον

(그 둘은) 전달되겠다

복수 παραδωσόμεθα

(우리는) 전달되겠다

παραδώσεσθε

(너희는) 전달되겠다

παραδώσονται

(그들은) 전달되겠다

기원법단수 παραδωσοίμην

(나는) 전달되겠기를 (바라다)

παραδώσοιο

(너는) 전달되겠기를 (바라다)

παραδώσοιτο

(그는) 전달되겠기를 (바라다)

쌍수 παραδώσοισθον

(너희 둘은) 전달되겠기를 (바라다)

παραδωσοίσθην

(그 둘은) 전달되겠기를 (바라다)

복수 παραδωσοίμεθα

(우리는) 전달되겠기를 (바라다)

παραδώσοισθε

(너희는) 전달되겠기를 (바라다)

παραδώσοιντο

(그들은) 전달되겠기를 (바라다)

부정사 παραδώσεσθαι

전달될 것

분사 남성여성중성
παραδωσομενος

παραδωσομενου

παραδωσομενη

παραδωσομενης

παραδωσομενον

παραδωσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεδῖδων

(나는) 전달하고 있었다

παρεδῖδως

(너는) 전달하고 있었다

παρεδῖδων*

(그는) 전달하고 있었다

쌍수 παρεδίδοτον

(너희 둘은) 전달하고 있었다

παρεδιδότην

(그 둘은) 전달하고 있었다

복수 παρεδίδομεν

(우리는) 전달하고 있었다

παρεδίδοτε

(너희는) 전달하고 있었다

παρεδίδοσαν

(그들은) 전달하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεδιδόμην

(나는) 전달되고 있었다

παρεδίδου, παρεδίδοσο

(너는) 전달되고 있었다

παρεδίδοτο

(그는) 전달되고 있었다

쌍수 παρεδίδοσθον

(너희 둘은) 전달되고 있었다

παρεδιδόσθην

(그 둘은) 전달되고 있었다

복수 παρεδιδόμεθα

(우리는) 전달되고 있었다

παρεδίδοσθε

(너희는) 전달되고 있었다

παρεδίδοντο

(그들은) 전달되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἶτα κωλυόμενοι καὶ ἐλεγχόμενοι πρὸσ τῶν ἑταίρων τῶν ἐμῶν ἠγανάκτουν καὶ συνίσταντο ἐπ’ αὐτούσ, καὶ τέλοσ δικαστηρίοισ ὑπῆγον καὶ παρεδίδοσαν πιομένουσ τοῦ κωνείου. (Lucian, Fugitivi, (no name) 11:1)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 11:1)

  • ὀρεστέρα παμβῶτι Γᾶ, μᾶτερ αὐτοῦ Διόσ, ἃ τὸν μέγαν Πακτωλὸν εὔχρυσον νέμεισ, σὲ κἀκεῖ, μᾶτερ πότνι’, ἐπηυδώμαν, ὅτ’ ἐσ τόνδ’ Ἀτρειδᾶν ὕβρισ πᾶσ’ ἐχώρει, ὅτε τὰ πάτρια τεύχεα παρεδίδοσαν, ἰὼ μάκαιρα ταυροκτόνων λεόντων ἔφεδρε, τῷ Λαρτίου σέβασ ὑπέρτατον. (Sophocles, Philoctetes, choral, strophe 11)

    (소포클레스, 필록테테스, choral, strophe 11)

  • κατ’ ἀρχὰσ μὲν γὰρ ὑπό τε αἰσχύνησ καὶ εὐπορίασ τῶν πρὸσ τὰσ ταφὰσ ἐπιτηδείων ἔκαιόν τε καὶ γῇ παρεδίδοσαν τοὺσ νεκρούσ, τελευτῶντεσ δὲ οἱ μὲν ἀπ’ ὀλιγωρίασ τοῦ καλοῦ, οἱ δὲ τἀπιτήδεια οὐκ ἔχοντεσ πολλοὺσ μὲν ἐν τοῖσ ὑπονόμοισ τῶν στενωπῶν φέροντεσ ἐρρίπτουν τῶν ἀπογενομένων, πολλῷ δ’ ἔτι πλείουσ εἰσ τὸν ποταμὸν ἐνέβαλλον· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 10, chapter 53 4:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 10, chapter 53 4:1)

  • ὅσοισ δὲ δι’ ἀνανδρίαν τε καὶ ταπεινότητα ψυχῆσ πάντ’ ἐφαίνετο τοῦ τεθνάναι τὰ δεινὰ μετριώτερα, ῥίψαντεσ τὰ ὅπλα παρεδίδοσαν τοῖσ κεκρατηκόσιν ἑαυτούσ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 12, chapter 13 6:2)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 12, chapter 13 6:2)

  • ἔπειθ’ οἱ μὲν τὸν τύραννον δεδιότεσ τοῖσ βαρβάροισ αὑτοὺσ ἐνεχείριζον, οἱ δ’ ὑπ’ ἐκείνων πολεμούμενοι τῷ τυράννῳ τὰσ πόλεισ παρεδίδοσαν· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 20, chapter 7 7:2)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 20, chapter 7 7:2)

유의어

  1. 전달하다

  2. to give a city or person into another's hands

  3. to give up to justice

관련어

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION