헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὀλιγαρχικός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὀλιγαρχικός ὀλιγαρχική ὀλιγαρχικόν

형태분석: ὀλιγαρχικ (어간) + ος (어미)

  1. oligarchical, of, for or like oligarchy
  2. inclined to oligarchy

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ὀλιγαρχικός

(이)가

ὀλιγαρχική

(이)가

ὀλιγαρχικόν

(것)가

속격 ὀλιγαρχικοῦ

(이)의

ὀλιγαρχικῆς

(이)의

ὀλιγαρχικοῦ

(것)의

여격 ὀλιγαρχικῷ

(이)에게

ὀλιγαρχικῇ

(이)에게

ὀλιγαρχικῷ

(것)에게

대격 ὀλιγαρχικόν

(이)를

ὀλιγαρχικήν

(이)를

ὀλιγαρχικόν

(것)를

호격 ὀλιγαρχικέ

(이)야

ὀλιγαρχική

(이)야

ὀλιγαρχικόν

(것)야

쌍수주/대/호 ὀλιγαρχικώ

(이)들이

ὀλιγαρχικᾱ́

(이)들이

ὀλιγαρχικώ

(것)들이

속/여 ὀλιγαρχικοῖν

(이)들의

ὀλιγαρχικαῖν

(이)들의

ὀλιγαρχικοῖν

(것)들의

복수주격 ὀλιγαρχικοί

(이)들이

ὀλιγαρχικαί

(이)들이

ὀλιγαρχικά

(것)들이

속격 ὀλιγαρχικῶν

(이)들의

ὀλιγαρχικῶν

(이)들의

ὀλιγαρχικῶν

(것)들의

여격 ὀλιγαρχικοῖς

(이)들에게

ὀλιγαρχικαῖς

(이)들에게

ὀλιγαρχικοῖς

(것)들에게

대격 ὀλιγαρχικούς

(이)들을

ὀλιγαρχικᾱ́ς

(이)들을

ὀλιγαρχικά

(것)들을

호격 ὀλιγαρχικοί

(이)들아

ὀλιγαρχικαί

(이)들아

ὀλιγαρχικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • θεραπείασ γὰρ εἶναι τοῦτο δήμου παρασκευήν, τὸ δ’ ὅπωσ ἕξουσιν οἱ πολλοὶ πρὸσ τὸν λόγον ἀφροντιστεῖν ὀλιγαρχικοῦ καὶ βίᾳ, μᾶλλον ἢ πειθοῖ προσέχοντοσ. (Plutarch, Demosthenes, chapter 8 4:4)

    (플루타르코스, Demosthenes, chapter 8 4:4)

  • τρίτον δ’ ἐκ δυοῖν ταγμάτοιν, τὰ μὲν ἐκ τοῦ ὀλιγαρχικοῦ νόμου τὰ δ’ ἐκ τοῦ δημοκρατικοῦ. (Aristotle, Politics, Book 4 138:1)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 4 138:1)

  • ὅπου δὲ τὸ τῶν εὐπόρων καὶ γνωρίμων μᾶλλον ὑπερτείνει τῷ ποιῷ ἢ λείπεται τῷ ποσῷ, ἐνταῦθα ὀλιγαρχίαν, καὶ τῆσ ὀλιγαρχίασ τὸν αὐτὸν τρόπον ἕκαστον εἶδοσ κατὰ τὴν ὑπεροχὴν τοῦ ὀλιγαρχικοῦ πλήθουσ. (Aristotle, Politics, Book 4 189:1)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 4 189:1)

  • πάλιν τοίνυν, ἦν δ’ ἐγώ, λέγωμεν ὡσ ἐξ ὀλιγαρχικοῦ δημοκρατικὸσ γίγνεται. (Plato, Republic, book 8 353:1)

    (플라톤, Republic, book 8 353:1)

  • κατέστη εἰσ μέσον ἀμφοῖν τοῖν τρόποιν, καὶ μετρίωσ δή, ὡσ ᾤετο, ἑκάστων ἀπολαύων οὔτε ἀνελεύθερον οὔτε παράνομον βίον ζῇ, δημοτικὸσ ἐξ ὀλιγαρχικοῦ γεγονώσ. (Plato, Republic, book 9 28:1)

    (플라톤, Republic, book 9 28:1)

유의어

  1. inclined to oligarchy

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION