Ancient Greek-English Dictionary Language

νοσηρός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: νοσηρός νοσηρή νοσηρόν

Structure: νοσηρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: like nosero/s

Sense

  1. diseased, unhealthy

Examples

  • Ὅκου δέ τι τοιοῦτον ἐγκαταλείπεται, καὶ μὴ εὖ ἐξιποῦται τῇ γε ἀλθέξει, φαυλότερον μὲν, ἢν παρ’ αὐτὸ τὸ ὀστέον ἐγκαταλειφθῇ τὸ μυξῶδεσ‧ οὔτε γὰρ ἔτι ἡ σὰρξ ὁμοίωσ ἅπτεται τοῦ ὀστέου, τό τε ὀστέον νοσηρότερον γίνεται, σφακελισμοί τε χρόνιοι ὀστέου πολλοῖσιν ἤδη ἀπὸ τοιουτέων προφασίων ἐγένοντο. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 50.6)
  • Οἷσι Ῥῖνεσ ὑγρότεραι φύσει, καὶ ἡ γονὴ ὑγροτέρη, ὑγιαίνουσι νοσηρότερον‧ οἷσι δὲ τἀναντία, ὑγιεινότερον. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., AFORISMOI., 60.2)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION