헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λύσις

3군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λύσις λύσεως

형태분석: λυσι (어간) + ς (어미)

어원: lu/w

  1. loosing, releasing, ransoming
  2. deliverance from guilt by expiatory rites
  3. redemption of mortgage or pledge
  4. parting
  5. emptying, evacuation
  6. remission of fever

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰ δὲ καὶ πολυπειρίαν ποθεῖ τισ, οἶδε τὰ ἀρχαῖα καὶ τὰ μέλλοντα εἰκάζειν, ἐπίσταται στροφὰσ λόγων καὶ λύσεισ αἰνιγμάτων, σημεῖα καὶ τέρατα προγινώσκει καὶ ἐκβάσεισ καιρῶν καὶ χρόνων. (Septuagint, Liber Sapientiae 8:8)

    (70인역 성경, 지혜서 8:8)

  • ἐπινοήσασ γὰρ ποικίλασ τῶν σφραγίδων τὰσ λύσεισ ἀνεγίγνωσκέν τε τὰσ ἐρωτήσεισ ἑκάστασ καὶ τὰ δοκοῦντα πρὸσ αὐτὰσ ἀπεκρίνετο, εἶτα κατειλήσασ αὖθισ καὶ σημηνάμενοσ ἀπεδίδου μετὰ πολλοῦ θαύματοσ τοῖσ λαμβάνουσιν. (Lucian, Alexander, (no name) 20:2)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 20:2)

  • Καὶ μὴν οὐκ ἀμισθί με λύσεισ, ἀλλά σοι μηνύσω τι, ὦ Ζεῦ, πάνυ ἀναγκαῖον. (Lucian, Dialogi deorum, 2:2)

    (루키아노스, Dialogi deorum, 2:2)

  • συγγόνων λύσεισ ἔριν. (Euripides, Phoenissae, episode 16:17)

    (에우리피데스, Phoenissae, episode 16:17)

  • ἐμπειρίαν ἢ φυσικὴν δύναμιν ἡρμοσμένον, ἐν οἷσ αὐτὸσ ἑαυτοῦ κράτιστόσ ἐστι, ποιεῖσθαι τὰσ ἐρωτήσεισ , καὶ μὴ παραβιάζεσθαι τὸν μὲν ἠθικώτερον φιλοσοφοῦντα φυσικὰσ ἐπάγοντα καὶ μαθηματικὰσ ἀπορίασ, τὸν δὲ τοῖσ φυσικοῖσ σεμνυνόμενον εἰσ συνημμένων ἐπικρίσεισ ἕλκοντα καὶ ψευδομένων λύσεισ. (Plutarch, De Recta Ratione Audiendi, chapter, section 11 1:1)

    (플루타르코스, De Recta Ratione Audiendi, chapter, section 11 1:1)

유의어

  1. loosing

  2. redemption of mortgage or pledge

  3. parting

  4. emptying

  5. remission of fever

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION