헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λάρναξ

3군 변화 명사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λάρναξ λάρνακος

형태분석: λαρνακ (어간) + ς (어미)

  1. 가슴, 작은 상자, 상자, 궤
  2. 방주
  1. a coffer, box, chest
  2. a cinerary urn or coffin
  3. an ark

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 λάρναξ

가슴이

λάρνακε

가슴들이

λάρνακες

가슴들이

속격 λάρνακος

가슴의

λαρνάκοιν

가슴들의

λαρνάκων

가슴들의

여격 λάρνακι

가슴에게

λαρνάκοιν

가슴들에게

λάρναξιν*

가슴들에게

대격 λάρνακα

가슴을

λάρνακε

가슴들을

λάρνακας

가슴들을

호격 λάρναξ

가슴아

λάρνακε

가슴들아

λάρνακες

가슴들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • λάρνακα μεγάλην, τὴν αὐτὸσ εἶχεν, ἐσ ταύτην ἐσβιβάσασ παῖδάσ τε καὶ γυναῖκασ ἑωυτοῦ ἐσέβη· (Lucian, De Syria dea, (no name) 12:9)

    (루키아노스, De Syria dea, (no name) 12:9)

  • καὶ ἐν μιῇ λάρνακι πάντεσ ἔπλευσαν ἔστε τὸ ὕδωρ ἐπεκράτεεν τὰ μὲν Δευκαλίωνοσ πέρι Ἕλληνεσ ἱστορέουσι. (Lucian, De Syria dea, (no name) 12:12)

    (루키아노스, De Syria dea, (no name) 12:12)

  • καῖέ τε δαιδαλέασ ἐκ λάρνακοσ ὠκύμορον φιτρὸν ἀγκλαύσασα, τὸν δὴ μοῖρ’ ἐπέκλωσεν τότε ζωᾶσ ὁρ́ον ἁμετέρασ ἔμμεν. (Bacchylides, , epinicians, ode 5 11:2)

    (바킬리데스, , epinicians, ode 5 11:2)

  • Δευκαλίωνα ἐπὶ τούτοισ, καὶ τὴν μεγάλην ἐπ’ ἐκείνου τοῦ βίου ναυαγίαν, καὶ λάρνακα μίαν λείψανον τοῦ ἀνθρωπίνου ^ γένουσ φυλάττουσαν, καὶ ἐκ λίθων ἀνθρώπουσ πάλιν εἶτα Ιἄκχου σπαραγμὸν καὶ Ἥρασ δόλον καὶ Σεμέλησ κατάφλεξιν καὶ Διονύσου ἀμφοτέρασ τὰσ γονάσ, καὶ ὅσα περὶ Ἀθηνᾶσ καὶ ὅσα περὶ Ἡφαίστου καὶ Ἐριχθονίου, καὶ τὴν ἔριν τὴν περὶ τῆσ Ἀττικῆσ, καὶ Ἁλιρρόθιον καὶ τὴν πρώτην ἐν Ἀρείῳ πάγῳ κρίσιν, καὶ ὅλωσ τὴν Ἀττικὴν πᾶσαν μυθολογίαν· (Lucian, De saltatione, (no name) 39:1)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 39:1)

  • ὅτε λάρνακι ἐν δαιδαλέᾳ ἄνεμόσ τε μιν πνέων ἐφόρει κινηθεῖσά τε λίμνα, δείματι φρίττεν οὔτ’ ἀδιάντοισι παρειαῖσ ἀμφί τε Περσέι βάλλε φίλαν χέρα εἶπέν τε· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2640)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 2640)

  • ᾀσεῖ δ’ ὥσ ποκ’ ἔδεκτο τὸν αἰπόλον εὐρέα λάρναξ ζωὸν ἐόντα κακαῖσιν ἀτασθαλίαισιν ἄνακτοσ, ὥσ τέ νιν αἱ σιμαὶ λειμωνόθε φέρβον ἰοῖσαι κέδρον ἐσ ἁδεῖαν μαλακοῖσ ἄνθεσσι μέλισσαι, οὕνεκά οἱ γλυκὺ Μοῖσα κατὰ στόματοσ χέε νέκταρ. (Theocritus, Idylls, 38)

    (테오크리토스, Idylls, 38)

  • λάρναξ κέδρου μὲν πεποίηται, ζῴδια δὲ ἐλέφαντοσ ἐπ’ αὐτῆσ, τὰ δὲ χρυσοῦ, τὰ δὲ καὶ ἐξ αὐτῆσ ἐστιν εἰργασμένα τῆσ κέδρου. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume II, , mixed meters5)

    (작자 미상, 비가, , mixed meters5)

  • ἵλαθι, Χριστέ σὸσ τύποσ ἡ λάρναξ, τῇδε λοεσσομένου. (Unknown, Greek Anthology, book 1, chapter 622)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 1, chapter 622)

  • λάρναξ δὲ κέδρου μὲν πεποίηται, ζῴδια δὲ ἐλέφαντοσ ἐπ’ αὐτῆσ, τὰ δὲ χρυσοῦ, τὰ δὲ καὶ ἐξ αὐτῆσ ἐστιν εἰργασμένα τῆσ κέδρου· (Pausanias, Description of Greece, , chapter 17 9:1)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 17 9:1)

  • Πατρεῖσ δὲ οἱ Ἀχαιοὶ λόγῳ μὲν λέγουσιν ὅτι Ἡφαίστου ποίημά ἐστιν ἡ λάρναξ ἣν Εὐρύπυλοσ ἤνεγκεν ἐξ Ἰλίου, ἔργῳ δὲ οὐ παρέχουσιν αὐτὴν θεάσασθαι. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 41 3:1)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 41 3:1)

유의어

  1. 가슴

  2. a cinerary urn or coffin

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION