헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κριτής

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κριτής κριτοῦ

형태분석: κριτ (어간) + ης (어미)

어원: kri/nw

  1. 결정자, 심판
  2. 판사, 상위 법정에 보내는 통지
  1. umpire
  2. judge

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κριτής

결정자가

κριτᾱ́

결정자들이

κριταί

결정자들이

속격 κριτοῦ

결정자의

κριταῖν

결정자들의

κριτῶν

결정자들의

여격 κριτῇ

결정자에게

κριταῖν

결정자들에게

κριταῖς

결정자들에게

대격 κριτήν

결정자를

κριτᾱ́

결정자들을

κριτᾱ́ς

결정자들을

호격 κριτά

결정자야

κριτᾱ́

결정자들아

κριταί

결정자들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἔλαβον ἐξ ὑμῶν ἄνδρασ σοφοὺσ καὶ ἐπιστήμονασ καὶ συνετοὺσ καὶ κατέστησα αὐτοὺσ ἡγεῖσθαι ἐφ̓ ὑμῶν χιλιάρχουσ καὶ ἑκατοντάρχουσ καὶ πεντηκοντάρχουσ καὶ δεκάρχουσ καὶ γραμματοεισαγωγεῖσ τοῖσ κριταῖσ ὑμῶν. (Septuagint, Liber Deuteronomii 1:15)

    (70인역 성경, 신명기 1:15)

  • καὶ ἐνετειλάμην τοῖσ κριταῖσ ὑμῶν ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ λέγων. διακούετε ἀνὰ μέσον τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν καὶ κρίνατε δικαίωσ ἀνὰ μέσον ἀνδρὸσ καὶ ἀνὰ μέσον ἀδελφοῦ καὶ ἀνὰ μέσον προσηλύτου αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Deuteronomii 1:16)

    (70인역 성경, 신명기 1:16)

  • καὶ εἶπε Σαλωμὼν πρὸσ πάντα Ἰσραήλ, τοῖσ χιλιάρχοισ καὶ τοῖσ ἑκατοντάρχοισ καὶ τοῖσ κριταῖσ καὶ πᾶσι τοῖσ ἄρχουσιν ἐναντίον Ἰσραὴλ τοῖσ ἄρχουσι τῶν πατριῶν. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 1:2)

    (70인역 성경, 역대기 하권 1:2)

  • καὶ εἶπε τοῖσ κριταῖσ. ἴδετε τί ὑμεῖσ ποιεῖτε, ὅτι οὐκ ἀνθρώπῳ ὑμεῖσ κρίνετε, ἀλλ’ ἢ τῷ Κυρίῳ, καὶ μεθ’ ὑμῶν λόγοι τῆσ κρίσεωσ. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 19:6)

    (70인역 성경, 역대기 하권 19:6)

  • καὶ οὐκ ἠθέλησεν ἀγγεῖλαι ἡμῖν. ταῦτα μαρτυροῦμεν. καὶ ἐπίστευσεν αὐτοῖσ ἡ συναγωγὴ ὡσ πρεσβυτέροισ τοῦ λαοῦ καὶ κριταῖσ καὶ κατέκριναν αὐτὴν ἀποθανεῖν. (Septuagint, Liber Susanna 1:41)

    (70인역 성경, Liber Susanna 1:41)

유의어

  1. 결정자

  2. 판사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION