헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κεραμεύς

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κεραμεύς κεραμέως

형태분석: κεραμευ (어간) + ς (어미)

어원: ke/ramos

  1. 도공, 조상가
  1. potter

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κεραμεύς

도공이

κεραμή

도공들이

κεραμής

도공들이

속격 κεραμέως

도공의

κεραμέοιν

도공들의

κεραμέων

도공들의

여격 κεραμεί

도공에게

κεραμέοιν

도공들에게

κεραμεῦσιν*

도공들에게

대격 κεραμέα

도공을

κεραμή

도공들을

κεραμέᾱς

도공들을

호격 κεραμεύ

도공아

κεραμή

도공들아

κεραμής

도공들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ποῖον βέλτιον κατεσκεύασα ὡσ πηλὸν κεραμέωσ̣ μὴ ὁ ἀροτριῶν ἀροτριάσει τὴν γῆν ὅλην τὴν ἡμέραν̣ μὴ ἐρεῖ ὁ πηλὸσ τῷ κεραμεῖ. τί ποιεῖσ, ὅτι οὐκ ἐργάζῃ οὐδὲ ἔχεισ χεῖρασ̣ (Septuagint, Liber Isaiae 45:9)

    (70인역 성경, 이사야서 45:9)

  • καὶ κεραμεὺσ κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸσ πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸσ ἀοιδῷ. (Hesiod, Works and Days, Book WD 4:11)

    (헤시오도스, 일과 날, Book WD 4:11)

  • περὶ δὲ τοῦ λοιδορουμένου κουρέωσ τῷ κεραμεῖ τῆσ γυναικὸσ χάριν μήτε σὺ τόνδ’ ἀγαθόσ περ ἐὼν ἀποαίρεο, κουρεῦ, μήτε σύ, Πηλείδη. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 56 1:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 56 1:2)

  • δεῖ δὴ τὸ πρόσφορον ἑαυτοῖσ ἑλομένουσ καὶ διαπονοῦντασ ἐᾶν τὰ τῶν ἄλλων, καὶ μὴ τὸν Ἡσίοδον ἐλέγχειν ἐνδεέστερον εἰπόντα καὶ κεραμεὺσ κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 13 5:3)

    (플루타르코스, De tranquilitate animi, section 13 5:3)

  • μηλοβότᾳ τ’ ἀρότᾳ τ’ ὀρνιχολόχῳ τε καὶ ὃν πόντοσ τρέφει δεῖ δὲ τὸ πρόσφορον ἑαυτοῖσ ἑλομένουσ καὶ διαπονοῦντασ ἐᾶν τὰ τῶν ἄλλων, καὶ μὴ τὸν Ἡσίοδον ἐλέγχειν ἐνδεέστερον εἰπόντα καὶ κεραμεὺσ κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 13 16:1)

    (플루타르코스, De tranquilitate animi, section 13 16:1)

유의어

  1. 도공

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION