καταπαύω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
καταπαύω
καταπαύσω
형태분석:
κατα
(접두사)
+
παύ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 휴식하다, 종지부를 찍다, 그만두게 하다
- 죽이다, 파괴하다, 잡다
- 멈추다, 정지시키다, 정지하다, 방해하다, 서다
- 내려놓다
- 중단하다, 떠나다, 끝내다
- 중지하다, 멈추다, 끊이다
- to lay to rest, put an end to
- to lay to rest, kill
- to make one stop from, hinder or check from, to stop, keep in check
- to put down or depose from
- to put down
- to leave off from, cease from
- to leave off, cease
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐν δὲ ταῖσ τοῦ πολέμου παρασκευαῖσ οὐκ εἶχεν αὐτοῦ τὸ δόρυ κιττόν, οὐδὲ μύρων ὠδώδει τὸ κράνοσ, οὐδὲ γεγανωμένοσ καὶ ἀνθηρὸσ ἐπὶ τὰσ μάχασ ἐκ τῆσ γυναικωνίτιδοσ προῄει, κοιμίζων δὲ τοὺσ θιάσουσ καὶ τὰ βακχεῖα καταπαύων ἀμφίπολοσ Ἄρεοσ ἀνιέρου, κατὰ τὸν Εὐριπίδην, ἐγίνετο, καὶ δἰ ἡδονὴν ἢ ῥαθυμίαν οὐθὲν ἁπλῶσ ἔπταισεν. (Plutarch, Comparison of Demetrius and Antony, chapter 3 2:1)
(플루타르코스, Comparison of Demetrius and Antony, chapter 3 2:1)
- καὶ καταπαύων τὸν λόγον ἐπώμοσε τοῦ δόντοσ ἀργύριον, ὅστισ ἂν ᾖ, κατηγορήσειν, ἕνα Σιλανὸν ὑπεξελόμενοσ δι’ οἰκειότητα. (Plutarch, Cato the Younger, chapter 21 2:3)
(플루타르코스, Cato the Younger, chapter 21 2:3)
- καὶ τοῖσ φθονοῦσιν αἰτίαν παρέσχε καταπαύων τὸν πόλεμον αὔξειν τὰ Ῥωμαίων, ἐπὶ τυραννίδι καί δουλώσει τῆσ πατρίδοσ, αἰσθόμενοσ δὲ τοὺσ λόγουσ τούτουσ βουλομένῳ τῷ πλήθει λεγομένουσ, καί προσκρούοντα τοῖσ πολεμοποιοῖσ καί στρατιωτικοῖσ ἑαυτόν, ἐφοβεῖτο τὴν κρίσιν, ἑταιρείαν δὲ καί δύναμιν φίλων καί οἰκείων ἔχων ἀμύνουσαν περὶ αὑτὸν ἐστασίαζε. (Plutarch, Publicola, chapter 21 2:2)
(플루타르코스, Publicola, chapter 21 2:2)
- ἐπιφοιτῶν τε ταῖσ πόλεσιν εὐνομίαν ἅμα καὶ δίκην πολλὴν ὁμόνοιάν τε καὶ φιλοφροσύνην πρὸσ ἀλλήλουσ παρεῖχε, καταπαύων μὲν τὰσ στάσεισ, κατάγων δὲ τὰσ φυγάσ, ἀγαλλόμενοσ δὲ τῷ πείθειν καὶ διαλλάσσειν τοὺσ Ἕλληνασ οὐχ ἧττον ἢ τῷ κεκρατηκέναι τῶν Μακεδόνων, ὥστε μικρότατον ἤδη τήν ἐλευθερίαν δοκεῖν ὧν εὐεργετοῦντο. (Plutarch, Titus Flamininus, chapter 12 3:1)
(플루타르코스, Titus Flamininus, chapter 12 3:1)
유의어
-
휴식하다
-
죽이다
-
멈추다
-
to put down or depose from
-
내려놓다
- καθαιρέω (to put down or close)
- τίθημι (I put down in writing)
- συγκαθαιρέω (to put down together, to join in putting down)
- ἐπεμβάλλω (입다, 올려놓다, 바르다)
- παρακαταβάλλω (두다, 놓다, 놓이다)
- κατατίθημι (두다, 놓다, 위치시키다)
- φράσσω ( put down one's tail)
- ἐξαποδύνω (연기하다, 미루다)
- ἐφίημι (두다, 있다, 놓다)
- προστίθημι (앞으로 던지다, 노출시키다, 드러내다)
- προσβάλλω (끼다, 집어넣다)
- περιάγω (연기하다, 미루다)
- παρωθέω (연기하다, 미루다)
- ἐκποιέω (내놓다, 내다)
- ἐπικαταβαίνω (to go down to)
- λέγω (눕히다, 재우다)
- ἐγκατακλίνω (to put to bed in, to lie down in)
-
중단하다
- λήγω (중지하다, 멈추다, 끊이다)
- μεταλήγω (중단하다, 떠나다, 끝내다)
- ἐκλείπω (중지하다, 멈추다, 끊이다)
- ἀπολήγω (중지하다, 그만두다, 멈추다)
- ἐκλιμπάνω (끊이다, 중지하다)
- παραλείπω (끊이다, 중지하다)
- διαλείπω (끊이다, 중지하다)
- ἀποκάμνω (끊이다, 중지하다)
- ἀποπαύω (방해하다, 막다, 예방하다)
- ἀπαλλάσσω (떠나다, 출발하다)
- παρακαταλείπω (to leave with)
- ἀπολείπω (중단하다, 중지하다)
- λείπω (떠나다, 출발하다)
- ἀπολιμπάνω (떠나다, 출발하다)
-
중지하다
- μεταλήγω (중단하다, 떠나다, 끝내다)
- λήγω (중지하다, 멈추다, 끊이다)
- ἐκλείπω (중지하다, 멈추다, 끊이다)
- ἀπολήγω (중지하다, 그만두다, 멈추다)
- παραλείπω (끊이다, 중지하다)
- διαλείπω (끊이다, 중지하다)
- ἐκλιμπάνω (끊이다, 중지하다)
- ἀποκάμνω (끊이다, 중지하다)
- ἀποπαύω (방해하다, 막다, 예방하다)
- παρακαταλείπω (to leave with)
- ἀπαλλάσσω (떠나다, 출발하다)
- λείπω (떠나다, 출발하다)
- ἀπολείπω (중단하다, 중지하다)
- ἀπολιμπάνω (떠나다, 출발하다)