헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαπαύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαπαύω διαπαύσω

형태분석: δια (접두사) + παύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 끊다, 쉬다, 꾸물대다, 멎다, 그치다
  1. to make to cease, to rest between times, pause, to cease to exist

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπαύω

(나는) 끊는다

διαπαύεις

(너는) 끊는다

διαπαύει

(그는) 끊는다

쌍수 διαπαύετον

(너희 둘은) 끊는다

διαπαύετον

(그 둘은) 끊는다

복수 διαπαύομεν

(우리는) 끊는다

διαπαύετε

(너희는) 끊는다

διαπαύουσιν*

(그들은) 끊는다

접속법단수 διαπαύω

(나는) 끊자

διαπαύῃς

(너는) 끊자

διαπαύῃ

(그는) 끊자

쌍수 διαπαύητον

(너희 둘은) 끊자

διαπαύητον

(그 둘은) 끊자

복수 διαπαύωμεν

(우리는) 끊자

διαπαύητε

(너희는) 끊자

διαπαύωσιν*

(그들은) 끊자

기원법단수 διαπαύοιμι

(나는) 끊기를 (바라다)

διαπαύοις

(너는) 끊기를 (바라다)

διαπαύοι

(그는) 끊기를 (바라다)

쌍수 διαπαύοιτον

(너희 둘은) 끊기를 (바라다)

διαπαυοίτην

(그 둘은) 끊기를 (바라다)

복수 διαπαύοιμεν

(우리는) 끊기를 (바라다)

διαπαύοιτε

(너희는) 끊기를 (바라다)

διαπαύοιεν

(그들은) 끊기를 (바라다)

명령법단수 διαπαύε

(너는) 끊어라

διαπαυέτω

(그는) 끊어라

쌍수 διαπαύετον

(너희 둘은) 끊어라

διαπαυέτων

(그 둘은) 끊어라

복수 διαπαύετε

(너희는) 끊어라

διαπαυόντων, διαπαυέτωσαν

(그들은) 끊어라

부정사 διαπαύειν

끊는 것

분사 남성여성중성
διαπαυων

διαπαυοντος

διαπαυουσα

διαπαυουσης

διαπαυον

διαπαυοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπαύομαι

(나는) 끊긴다

διαπαύει, διαπαύῃ

(너는) 끊긴다

διαπαύεται

(그는) 끊긴다

쌍수 διαπαύεσθον

(너희 둘은) 끊긴다

διαπαύεσθον

(그 둘은) 끊긴다

복수 διαπαυόμεθα

(우리는) 끊긴다

διαπαύεσθε

(너희는) 끊긴다

διαπαύονται

(그들은) 끊긴다

접속법단수 διαπαύωμαι

(나는) 끊기자

διαπαύῃ

(너는) 끊기자

διαπαύηται

(그는) 끊기자

쌍수 διαπαύησθον

(너희 둘은) 끊기자

διαπαύησθον

(그 둘은) 끊기자

복수 διαπαυώμεθα

(우리는) 끊기자

διαπαύησθε

(너희는) 끊기자

διαπαύωνται

(그들은) 끊기자

기원법단수 διαπαυοίμην

(나는) 끊기기를 (바라다)

διαπαύοιο

(너는) 끊기기를 (바라다)

διαπαύοιτο

(그는) 끊기기를 (바라다)

쌍수 διαπαύοισθον

(너희 둘은) 끊기기를 (바라다)

διαπαυοίσθην

(그 둘은) 끊기기를 (바라다)

복수 διαπαυοίμεθα

(우리는) 끊기기를 (바라다)

διαπαύοισθε

(너희는) 끊기기를 (바라다)

διαπαύοιντο

(그들은) 끊기기를 (바라다)

명령법단수 διαπαύου

(너는) 끊겨라

διαπαυέσθω

(그는) 끊겨라

쌍수 διαπαύεσθον

(너희 둘은) 끊겨라

διαπαυέσθων

(그 둘은) 끊겨라

복수 διαπαύεσθε

(너희는) 끊겨라

διαπαυέσθων, διαπαυέσθωσαν

(그들은) 끊겨라

부정사 διαπαύεσθαι

끊기는 것

분사 남성여성중성
διαπαυομενος

διαπαυομενου

διαπαυομενη

διαπαυομενης

διαπαυομενον

διαπαυομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπαύσω

(나는) 끊겠다

διαπαύσεις

(너는) 끊겠다

διαπαύσει

(그는) 끊겠다

쌍수 διαπαύσετον

(너희 둘은) 끊겠다

διαπαύσετον

(그 둘은) 끊겠다

복수 διαπαύσομεν

(우리는) 끊겠다

διαπαύσετε

(너희는) 끊겠다

διαπαύσουσιν*

(그들은) 끊겠다

기원법단수 διαπαύσοιμι

(나는) 끊겠기를 (바라다)

διαπαύσοις

(너는) 끊겠기를 (바라다)

διαπαύσοι

(그는) 끊겠기를 (바라다)

쌍수 διαπαύσοιτον

(너희 둘은) 끊겠기를 (바라다)

διαπαυσοίτην

(그 둘은) 끊겠기를 (바라다)

복수 διαπαύσοιμεν

(우리는) 끊겠기를 (바라다)

διαπαύσοιτε

(너희는) 끊겠기를 (바라다)

διαπαύσοιεν

(그들은) 끊겠기를 (바라다)

부정사 διαπαύσειν

끊을 것

분사 남성여성중성
διαπαυσων

διαπαυσοντος

διαπαυσουσα

διαπαυσουσης

διαπαυσον

διαπαυσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπαύσομαι

(나는) 끊기겠다

διαπαύσει, διαπαύσῃ

(너는) 끊기겠다

διαπαύσεται

(그는) 끊기겠다

쌍수 διαπαύσεσθον

(너희 둘은) 끊기겠다

διαπαύσεσθον

(그 둘은) 끊기겠다

복수 διαπαυσόμεθα

(우리는) 끊기겠다

διαπαύσεσθε

(너희는) 끊기겠다

διαπαύσονται

(그들은) 끊기겠다

기원법단수 διαπαυσοίμην

(나는) 끊기겠기를 (바라다)

διαπαύσοιο

(너는) 끊기겠기를 (바라다)

διαπαύσοιτο

(그는) 끊기겠기를 (바라다)

쌍수 διαπαύσοισθον

(너희 둘은) 끊기겠기를 (바라다)

διαπαυσοίσθην

(그 둘은) 끊기겠기를 (바라다)

복수 διαπαυσοίμεθα

(우리는) 끊기겠기를 (바라다)

διαπαύσοισθε

(너희는) 끊기겠기를 (바라다)

διαπαύσοιντο

(그들은) 끊기겠기를 (바라다)

부정사 διαπαύσεσθαι

끊길 것

분사 남성여성중성
διαπαυσομενος

διαπαυσομενου

διαπαυσομενη

διαπαυσομενης

διαπαυσομενον

διαπαυσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διέπαυον

(나는) 끊고 있었다

διέπαυες

(너는) 끊고 있었다

διέπαυεν*

(그는) 끊고 있었다

쌍수 διεπαύετον

(너희 둘은) 끊고 있었다

διεπαυέτην

(그 둘은) 끊고 있었다

복수 διεπαύομεν

(우리는) 끊고 있었다

διεπαύετε

(너희는) 끊고 있었다

διέπαυον

(그들은) 끊고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεπαυόμην

(나는) 끊기고 있었다

διεπαύου

(너는) 끊기고 있었다

διεπαύετο

(그는) 끊기고 있었다

쌍수 διεπαύεσθον

(너희 둘은) 끊기고 있었다

διεπαυέσθην

(그 둘은) 끊기고 있었다

복수 διεπαυόμεθα

(우리는) 끊기고 있었다

διεπαύεσθε

(너희는) 끊기고 있었다

διεπαύοντο

(그들은) 끊기고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐλεήσασ δὲ ὁ Ζεὺσ ἄλλην μηχανὴν πορίζεται, καὶ μετατίθησιν αὐτῶν τὰ αἰδοῖα εἰσ τὸ πρόσθεν ‐ τέωσ γὰρ καὶ ταῦτα ἐκτὸσ εἶχον, καὶ ἐγέννων καὶ ἔτικτον οὐκ εἰσ ἀλλήλουσ ἀλλ’ εἰσ γῆν, ὥσπερ οἱ τέττιγεσ ‐ μετέθηκέ τε οὖν οὕτω αὐτῶν εἰσ τὸ πρόσθεν καὶ διὰ τούτων τὴν γένεσιν ἐν ἀλλήλοισ ἐποίησεν, διὰ τοῦ ἄρρενοσ ἐν τῷ θήλει, τῶνδε ἕνεκα, ἵνα ἐν τῇ συμπλοκῇ ἅμα μὲν εἰ ἀνὴρ γυναικὶ ἐντύχοι, γεννῷεν καὶ γίγνοιτο τὸ γένοσ, ἅμα δ’ εἰ καὶ ἄρρην ἄρρενι, πλησμονὴ γοῦν γίγνοιτο τῆσ συνουσίασ καὶ διαπαύοιντο καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα τρέποιντο καὶ τοῦ ἄλλου βίου ἐπιμελοῖντο. (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 158:2)

    (플라톤, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 158:2)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION