- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κάρα?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: kara 고전 발음: [까라] 신약 발음: [까라]

기본형: κάρα κάρατος

형태분석: καρατ (어간)

어원: poet. for κεφαλή

  1. 얼굴, 머리, 용모
  2. 사람, 인칭
  1. head, face
  2. the head or top of anything, as of a mountain
  3. person

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κάρα

얼굴이

κάρατε

얼굴들이

κάρατα

얼굴들이

속격 κάρατος

얼굴의

καράτοιν

얼굴들의

καράτων

얼굴들의

여격 κάρατι

얼굴에게

καράτοιν

얼굴들에게

κάρασι(ν)

얼굴들에게

대격 κάρα

얼굴을

κάρατε

얼굴들을

κάρατα

얼굴들을

호격 κάρα

얼굴아

κάρατε

얼굴들아

κάρατα

얼굴들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἱ λοιποὶ δὲ τὸ ψυχροβαφὲς κάρα δελφινίσαντες παρένεον ὑποβρύχιοι θαυμασίως. (Lucian, Lexiphanes, (no name) 5:3)

    (루키아노스, Lexiphanes, (no name) 5:3)

  • λύκειον ἀμφὶ νῶτ ἐνάψομαι δορὰν καὶ χάσμα θηρὸς ἀμφ ἐμῷ θήσω κάρᾳ, βάσιν τε χερσὶ προσθίαν καθαρμόσας καὶ κῶλα κώλοις, τετράπουν μιμήσομαι λύκου κέλευθον πολεμίοις δυσεύρετον, τάφροις πελάζων καὶ νεῶν προβλήμασιν. (Euripides, Rhesus, episode, iambic 1:7)

    (에우리피데스, Rhesus, episode, iambic 1:7)

  • σωθήσομαί γε καὶ κτανὼν Ὀδυσσέως οἴσω κάρα σοι - σύμβολον δ ἔχων σαφὲς φήσεις Δόλωνα ναῦς ἐπ Ἀργείων μολεῖν - ἢ παῖδα Τυδέως: (Euripides, Rhesus, episode, iambic 1:13)

    (에우리피데스, Rhesus, episode, iambic 1:13)

  • βίον δ ἐπαιτῶν εἱρ῀π ἀγύρτης τις λάτρις, ψαφαρόχρουν κάρα πολυπινές τ ἔχων: (Euripides, Rhesus, choral, antistrophe 12)

    (에우리피데스, Rhesus, choral, antistrophe 12)

  • εἰ γοῦν ἐθεάσω τὸν Μαύσωλον αὐτόν, - λέγω δὲ τὸν Κᾶρα, τὸν ἐκ τοῦ τάφου περιβόητον - εὖ οἶδα ὅτι οὐκ ἂν ἐπαύσω γελῶν, οὕτω ταπεινὸς ἔρριπτο ἐν παραβύστῳ που λανθάνων ἐν τῷ λοιπῷ δήμῳ τῶν νεκρῶν, ἐμοὶ δοκεῖν, τοσοῦτον ἀπολαύων τοῦ μνήματος, παρ ὅσον ἐβαρύνετο τηλικοῦτον ἄχθος ἐπικείμενος: (Lucian, Necyomantia, (no name) 17:3)

    (루키아노스, Necyomantia, (no name) 17:3)

유의어

  1. 얼굴

  2. the head or top of anything

  3. 사람

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION