- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καλός?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: kalos 고전 발음: [깔로] 신약 발음: [깔로]

기본형: καλός καλή καλόν

형태분석: καλ (어간) + ος (어미)

  1. 아름다운, 아리따운, 사랑스러운
  2. 좋은, 유용한, 괜찮은
  3. 바른, 맑은, 고귀한, 옳은
  1. beautiful, lovely
  2. good, quality, useful
  3. good, right, moral, virtuous, noble

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 καλός

아름다운 (이)가

καλή

아름다운 (이)가

καλόν

아름다운 (것)가

속격 καλοῦ

아름다운 (이)의

καλῆς

아름다운 (이)의

καλοῦ

아름다운 (것)의

여격 καλῷ

아름다운 (이)에게

καλῇ

아름다운 (이)에게

καλῷ

아름다운 (것)에게

대격 καλόν

아름다운 (이)를

καλήν

아름다운 (이)를

καλόν

아름다운 (것)를

호격 καλέ

아름다운 (이)야

καλή

아름다운 (이)야

καλόν

아름다운 (것)야

쌍수주/대/호 καλώ

아름다운 (이)들이

καλά

아름다운 (이)들이

καλώ

아름다운 (것)들이

속/여 καλοῖν

아름다운 (이)들의

καλαῖν

아름다운 (이)들의

καλοῖν

아름다운 (것)들의

복수주격 καλοί

아름다운 (이)들이

καλαί

아름다운 (이)들이

καλά

아름다운 (것)들이

속격 καλῶν

아름다운 (이)들의

καλῶν

아름다운 (이)들의

καλῶν

아름다운 (것)들의

여격 καλοῖς

아름다운 (이)들에게

καλαῖς

아름다운 (이)들에게

καλοῖς

아름다운 (것)들에게

대격 καλούς

아름다운 (이)들을

καλάς

아름다운 (이)들을

καλά

아름다운 (것)들을

호격 καλοί

아름다운 (이)들아

καλαί

아름다운 (이)들아

καλά

아름다운 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 καλός

καλοῦ

아름다운 (이)의

καλλίων

καλλιονός

더 아름다운 (이)의

καλλίστος

καλλιστοῦ

가장 아름다운 (이)의

부사 καλώς

καλλίον

καλλίστα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ μὲν γὰρ τάχα τῷ κρατοῦντι βουλόμενος ἀρέσαι, ἐξεβιάσατο τῇ τέχνῃ τὴν ὁμοιότητα ἐπὶ τὸ κάλλιον. (Septuagint, Liber Sapientiae 14:19)

    (70인역 성경, 지혜서 14:19)

  • Πᾶν βρῶμα φάγεται κοιλία, ἔστι δὲ βρῶμα βρώματος κάλλιον. (Septuagint, Liber Sirach 36:18)

    (70인역 성경, Liber Sirach 36:18)

  • πολλὴν χάριν ἦν εἰδέναι τῷ καθ ἡμᾶς χρόνῳ δίκαιον, ὦ κράτιστε Ἀμμαῖε, καὶ ἄλλων μέν τινων ἐπιτηδευμάτων ἕνεκα νῦν κάλλιον ἀσκουμένων ἢ πρότερον, οὐχ ἥκιστα δὲ τῆς περὶ τοὺς πολιτικοὺς λόγους ἐπιμελείας οὐ μικρὰν ἐπίδοσιν πεποιημένης ἐπὶ τὰ κρείττω. (Dionysius of Halicarnassus, De antiquis oratoribus, chapter 11)

    (디오니시오스, De antiquis oratoribus, chapter 11)

  • ταῦτα οὕτως ἰσχυρῶς περιελήλυθε τοὺς πολλοὺς ὥστε ἐπειδάν τις ἀποθάνῃ τῶν οἰκείων, πρῶτα μὲν φέροντες ὀβολὸν εἰς τὸ στόμα κατέθηκαν αὐτῷ, μισθὸν τῷ πορθμεῖ τῆς ναυτιλίας γενησόμενον, οὐ πρότερον ἐξετάσαντες ὁποῖον τὸ νόμισμα νομίζεται καὶ διαχωρεῖ παρὰ τοῖς κάτω, καὶ εἰ δύναται παρ ἐκείνοις Ἀττικὸς ἢ Μακεδονικὸς ἢ Αἰγιναῖος ὀβολός, οὐδ ὅτι πολὺ κάλλιον ἦν μὴ ἔχειν τὰ πορθμεῖα καταβαλεῖν οὕτω γὰρ ἂν οὐ παραδεξαμένου τοῦ πορθμέως ἀναπόμπιμοι πάλιν εἰς τὸν βίον ἀφικνοῦντο. (Lucian, (no name) 10:1)

    (루키아노스, (no name) 10:1)

  • "οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν · (Lucian, (no name) 16:9)

    (루키아노스, (no name) 16:9)

유의어

  1. 아름다운

  2. 좋은

  3. 바른

관련어

명사

형용사

부사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION