Ancient Greek-English Dictionary Language

ἱκανός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἱκανός ἱκανή ἱκανόν

Structure: ἱκαν (Stem) + ος (Ending)

Etym.: i(/kw, i(ka/nw

Sense

  1. becoming, befitting, sufficient, (of persons) competent, strong or skillful enough
  2. (of things) adequate, enough, considerable
  3. satisfactory

Examples

  • καὶ τὰ ἔργα ἦν αὐτοῖσ ἱκανὰ εἰσ τὴν κατασκευὴν ποιῆσαι, καὶ προσκατέλιπον. (Septuagint, Liber Exodus 36:7)
  • καὶ ἀπέστειλεν αὐτῷ Σίμων δισχιλίουσ ἄνδρασ ἐκλεκτοὺσ συμμαχῆσαι αὐτῷ καὶ ἀργύριον καὶ χρυσίον καὶ σκεύη ἱκανά. (Septuagint, Liber Maccabees I 15:26)
  • ἤδη δὲ λελειμμένοσ ὁ Μενέλαοσ ἐπηγγείλατο χρήματα ἱκανὰ τῷ Πτολεμαίῳ τῷ Δορυμένουσ πρὸσ τὸ πεῖσαι τὸν βασιλέα. (Septuagint, Liber Maccabees II 4:45)
  • καὶ τοὺσ ἐξελθόντασ πάντασ ἐπὶ τὴν θεωρίαν συνεξεκέντησε καὶ εἰσ τὴν πόλιν σὺν τοῖσ ὅπλοισ εἰσδραμὼν ἱκανὰ κατέστρωσε πλήθη. (Septuagint, Liber Maccabees II 5:26)
  • εἰ κλέπται εἰσῆλθον πρόσ σε ἢ λῃσταὶ νυκτόσ, ποῦ ἂν ἀπερρίφησ̣ οὐκ ἂν ἔκλεψαν τὰ ἱκανὰ ἑαυτοῖσ̣ καὶ εἰ τρυγηταὶ εἰσῆλθον πρὸσ σέ, οὐκ ἂν ὑπελίποντο ἐπιφυλλίδα̣ (Septuagint, Prophetia Abdiae 1:5)

Synonyms

  1. satisfactory

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION