- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἔχιδνα?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: echidna 고전 발음: [에키] 신약 발음: [애키]

기본형: ἔχιδνα ἐχίδνης

형태분석: ἐχιδν (어간) + α (어미)

어원: ἔχις

  1. 뱀, 용
  1. snake (traditionally held as a poisonous snake, viper, but perhaps also a constrictor)
  2. (figuratively) a treacherous person

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἔχιδνα

뱀이

ἐχίδνα

뱀들이

ἔχιδναι

뱀들이

속격 ἐχίδνης

뱀의

ἐχίδναιν

뱀들의

ἐχιδνῶν

뱀들의

여격 ἐχίδνῃ

뱀에게

ἐχίδναιν

뱀들에게

ἐχίδναις

뱀들에게

대격 ἔχιδναν

뱀을

ἐχίδνα

뱀들을

ἐχίδνας

뱀들을

호격 ἔχιδνα

뱀아

ἐχίδνα

뱀들아

ἔχιδναι

뱀들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κἀνταῦθα ὁ μὲν Κοκκωνᾶς ἐν Χαλκηδόνι καταλείπεται, διττούς τινας καὶ ἀμφιβόλους καὶ λοξοὺς χρησμοὺς συγγράφων, καὶ μετ ὀλίγον ἐτελεύτησε τὸν βίον, ὑπὸ ἐχίδνης, οἶμαι, δηχθείς. (Lucian, Alexander, (no name) 10:4)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 10:4)

  • πλήθουσαν ἀγορὰν ὑπὸ ἐχίδνης δηχθέντα κεῖσθαι ἤδη σεσηπότα τὸ σκέλος: (Lucian, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 11:3)

    (루키아노스, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 11:3)

  • θώρακ ἐχίδνης περιβόλοις ὡπλισμένον. (Euripides, Ion, episode, lyric 4:37)

    (에우리피데스, Ion, episode, lyric 4:37)

  • προκεχειρισμένων δὲ καὶ ταύτῃ τῶν δημιουργῶν Πινδαρικῆς ἐχίδνης εἶδος, ἐν ᾧ κυηθεῖσαν καὶ διαφαγοῦσαν τὴν μητέρα βιώσεσθαι, φῶς ἔφασκεν ἐξαίφνης διαλάμψαι μέγα, καὶ φωνὴν ἐκ τοῦ φωτὸς γενέσθαι προστάττουσαν εἰς ἄλλο γένος ἡμερώτερον μεταβαλεῖν, ᾠδικόν τι μηχανησαμένους περὶ ἕλη καὶ λίμνας ζῷον: (Plutarch, De sera numinis vindicta, section 22 71:4)

    (플루타르코스, De sera numinis vindicta, section 22 71:4)

  • δεύτερον δ, ὃ καὶ μᾶλλον ἄν τις θαυμάσειεν, ὡς οὐ μόνον ἄλλα μὲν τοὺς σκόλοπας, ἄλλα δὲ τοὺς ἰοὺς ἐξάγει φάρμακα, ἀλλὰ καὶ αὐτῶν τῶν τοὺς ἰοὺς ἑλκόντων τὰ μὲν τὸν τῆς ἐχίδνης, τὰ δὲ τὸν τῆς τρυγόνος, τὰ δ ἄλλου τινὸς ἐπισπᾶται καὶ σαφῶς ἔστιν ἰδεῖν τοῖς φαρμάκοις ἐπικειμένους αὐτούς. (Galen, On the Natural Faculties., , section 1470)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., , section 1470)

유의어

  1. a treacherous person

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION