헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἔχιδνα

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἔχιδνα ἐχίδνης

형태분석: ἐχιδν (어간) + α (어미)

어원: e)/xis

  1. 뱀, 용
  1. snake (traditionally held as a poisonous snake, viper, but perhaps also a constrictor)
  2. (figuratively) a treacherous person

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἔχιδνα

뱀이

ἐχίδνᾱ

뱀들이

έ̓χιδναι

뱀들이

속격 ἐχίδνης

뱀의

ἐχίδναιν

뱀들의

ἐχιδνῶν

뱀들의

여격 ἐχίδνῃ

뱀에게

ἐχίδναιν

뱀들에게

ἐχίδναις

뱀들에게

대격 έ̓χιδναν

뱀을

ἐχίδνᾱ

뱀들을

ἐχίδνᾱς

뱀들을

호격 έ̓χιδνα

뱀아

ἐχίδνᾱ

뱀들아

έ̓χιδναι

뱀들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἣ δ’ ἔτεκ’ ἄλλο πέλωρον ἀμήχανον, οὐδὲν ἐοικὸσ θνητοῖσ ἀνθρώποισ οὐδ’ ἀθανάτοισι θεοῖσιν, σπῆι ἔνι γλαφυρῷ θείην κρατερόφρον’ Ἔχιδναν, ἥμισυ μὲν νύμφην ἑλικώπιδα καλλιπάρῃον, ἥμισυ δ’ αὖτε πέλωρον ὄφιν δεινόν τε μέγαν τε αἰόλον ὠμηστὴν ζαθέησ ὑπὸ κεύθεσι γαίησ. (Hesiod, Theogony, Book Th. 30:1)

    (헤시오도스, 신들의 계보, Book Th. 30:1)

  • ἀσπίδα μᾶλλον ἢ ἔχιδναν φιλῆσαι ἄμεινον. (Lucian, Pseudologista, (no name) 20:5)

    (루키아노스, Pseudologista, (no name) 20:5)

  • ὦ ταυρόμορφον ὄμμα Κηφισοῦ πατρόσ, οἱάν ἔχιδναν τήνδ’ ἔφυσασ ἢ πυρὸσ δράκοντ’ ἀναβλέποντα φοινίαν φλόγα, ᾗ τόλμα πᾶσ’ ἔνεστιν, οὐδ’ ἥσσων ἔφυ Γοργοῦσ σταλαγμῶν, οἷσ ἔμελλέ με κτενεῖν. (Euripides, Ion, episode, iambics1)

    (에우리피데스, Ion, episode, iambics1)

  • λέγεται δὲ ὅτι καὶ τὴν Ταρτάρου καὶ Γῆσ Ἔχιδναν, ἣ τοὺσ παριόντασ συνήρπαζεν, ἐπιτηρήσασ κοιμωμένην ἀπέκτεινεν. (Apollodorus, Library and Epitome, book 2, chapter 1 2:5)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book 2, chapter 1 2:5)

  • ἦσαν μὲν οὖν οἱ καταγελῶντεσ τοῦ Χαιρημονιανοῦ ὡσ πλάσμα μυθῶδεσ παραδεδεγμένου καὶ ἄπιστον, ἦσαν δὲ καὶ οἱ τὰσ ἀντιπαθείασ θρυλοῦντεσ, καὶ ἄλλα πολλὰ παρόντων ἦν ἀκούειν, ὅτι μαινόμενον ἐλέφαντα καταπαύει κριὸσ ὀφθείσ, ἔχιδναν δὲ φηγοῦ κλωνίον ἐὰν προσαγάγῃσ καὶ θίγῃσ, ἵστησιν· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 2, 3:2)

    (플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 2, 3:2)

유의어

  1. a treacherous person

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION