- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κράνεια?

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: kraneia 고전 발음: [라네] 신약 발음: [라니아]

기본형: κράνεια κράνειης

형태분석: κρανει (어간) + α (어미)

어원: κράνον

  1. the cornel-tree, dog-wood

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐ σμύρνης ἐκ Συρίας ὀδμαὶ λιβάνου τε πνοαί,2 τερενοχρῶτες μαζῶν ὄψεις, ἄρτων, ἀμύλων, πουλυποδείων, χολίκων, δημοῦ, φυσκῶν, ζωμοῦ, τεύτλων, θρίων, λεκίθου, σκορόδων, ἀφύης, σκόμβρων, ἐνθρυμματίδων, πτισάνης, ἀθάρης, κυάμων, λαθύρων, ὤχρων, δολίχων, μέλιτος, τυροῦ, χορίων, πυῶν,3 καρύων, χόνδρου, κάραβοι ὀπτοί, τευθίδες ὀπταί, κεστρεὺς ἑφθός, σηπίαι ἑφθαί, μύραιν ἑφθή, κωβιοὶ ἑφθοί, θυννίδες ὀπταί, φυκίδες ἑφθαί, βάτραχοι, πέρκαι, συνόδοντες, ὄνοι, βατίδες, ψῆτται, γαλεός, κόκκυξ, θρίσσαι, νάρκαι, ῥίνης τεμάχη, σχαδόνες, βότρυες, σῦκα, πλακοῦντες, μῆλα, κράνειαι, ῥόαι, ἑρ´πυλλος, μήκων, ἀχράδες, κνῆκος, ἐλᾶαι, στέμφυλ, ἄμητες, πράσα, γήτειον, κρόμμυα, φυστή, βολβοί, καυλοί, σίλφιον, ὄξος, μάραθ, ᾠά, φακῆ, τέττιγες, ὀποί: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 7 3:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 7 3:2)

  • μαινὰς Ἐνυαλίου, πολεμαδόκε, θοῦρι κράνεια, τίς νύ σε θῆκε θεᾷ δῶρον ἐγερσιμάχᾳ· (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 1221)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 6, chapter 1221)

  • ἕσταθι τεῖδε, κράνεια βροτοκτόνε, μηδ ἔτι λυγρὸν χάλκεον ἀμφ ὄνυχα στάζε φόνον δαϊών ἀλλ ἀνὰ μαρμάρεον δόμον ἡμένα αἰπὺν Ἀθάνας, ἄγγελλ ἀνορέαν Κρητὸς Ἐχεκρατίδα. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 1231)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 6, chapter 1231)

  • μαθόντες δὲ ὀργήν σφισιν ἔχειν τὸν θεὸν θυσίαις ἱλάσκονται καὶ Ἀπόλλωνα ὀνομάζουσι Κάρνειον ἀπὸ τῶν κρανειῶν, ὑπερθέντες τὸ ῥῶ κατὰ δή τι ἀρχαῖον. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 13 8:3)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 13 8:3)

관련어

명사

형용사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION