헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κράνεια

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κράνεια κράνειης

형태분석: κρανει (어간) + ᾱ (어미)

어원: kra/non

  1. the cornel-tree, dog-wood

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ὄξυλον γὰρ τὸν Ὀρείου Ἁμαδρυάδι τῇ ἀδελφῇ μιγέντα μετ’ ἄλλων γεννῆσαι Καρύαν, Βάλανον, Κράνειαν, Μορέαν, Αἴγειρον, Πτελέαν, Ἄμπελον, Συκῆν καὶ ταύτασ Ἁμαδρυάδασ νύμφασ καλεῖσθαι καὶ ἀπ’ αὐτῶν πολλὰ τῶν δένδρων προσαγορεύεσθαι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 14 1:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 14 1:1)

  • ἐνταῦθα δὲ καὶ τὴν κράνειαν ἔφασαν τὴν ἱερὰν γεγονέναι, μυθολογοῦντεσ ὅτι πειρώμενοσ ὁ Ῥωμύλοσ αὑτοῦ λόγχην ἀκοντίσειεν ἀπὸ τοῦ Αουἐντίνου, τὸ ξυστὸν ἔχουσαν κρανείασ· (Plutarch, chapter 20 5:1)

    (플루타르코스, chapter 20 5:1)

  • ὡσ δ’ Εὖρόσ τε Νότοσ τ’ ἐριδαίνετον ἀλλήλοιιν οὔρεοσ ἐν βήσσῃσ βαθέην πελεμιζέμεν ὕλην φηγόν τε μελίην τε τανύφλοιόν τε κράνειαν, αἵ τε πρὸσ ἀλλήλασ ἔβαλον τανυήκεασ ὄζουσ ἠχῇ θεσπεσίῃ, πάταγοσ δέ τε ἀγνυμενάων, ὣσ Τρῶεσ καὶ Ἀχαιοὶ ἐπ’ ἀλλήλοισι θορόντεσ δῄουν, οὐδ’ ἕτεροι μνώοντ’ ὀλοοῖο φόβοιο. (Homer, Iliad, Book 16 65:1)

    (호메로스, 일리아스, Book 16 65:1)

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION