Ancient Greek-English Dictionary Language

εὔτακτος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: εὔτακτος εὔτακτον

Structure: εὐτακτ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. well-ordered, orderly
  2. orderly, well-disciplined
  3. in order

Examples

  • ἡ γοῦν χορεία τῶν ἀστέρων καὶ ἡ πρὸσ τοὺσ ἀπλανεῖσ τῶν πλανήτων συμπλοκὴ καὶ εὔρυθμοσ αὐτῶν κοινωνία καὶ εὔτακτοσ ἁρμονία τῆσ πρωτογόνου ὀρχήσεωσ δείγματά ἐστιν. (Lucian, De saltatione, (no name) 7:4)
  • ἀλλὰ πᾶσ ἐπίστρεφε δεῦρο κἀξείρασ τὸ κέντρον εἶτ’ ἐπ’ αὐτὸν ἱέσο, ξυσταλεὶσ εὔτακτοσ ὀργῆσ καὶ μένουσ ἐμπλήμενοσ, ὡσ ἂν εὖ εἰδῇ τὸ λοιπὸν σμῆνοσ οἱο͂ν ὤργισεν. (Aristophanes, Wasps, Choral, trochees5)
  • καὶ πῶσ ἂν ἔτι γένοιτ’ ἂν εὔτακτοσ πόλισ, ὅπου θεὸσ γυνὴ γεγονυῖα πανοπλίαν ἕστηκ’ ἔχουσα, Κλεισθένησ δὲ κερκίδα; (Aristophanes, Birds, Lyric-Scene29)
  • εὔτακτοσ δ’ οὖσα καὶ φίλανδροσ ἡ Ἱππαρέτη, λυπουμένη δ’ ὑπ’ αὐτοῦ περὶ τὸν γάμον ἑταίραισ ξέναισ καὶ ἀσταῖσ συνόντοσ, ἐκ τῆσ οἰκίασ ἀπιοῦσα πρὸσ τὸν ἀδελφὸν ᾤχετο. (Plutarch, , chapter 8 2:5)
  • λεγομένῳ προσήκοντεσ καὶ τρόπον τινὰ δι’ εὔνοιαν ἀμφότεροι τὴν ἐκείνου διαφερόμενοι πρὸσ ἀλλήλουσ ἦν γὰρ ἐν Θεσπιαῖσ Ἰσμηνοδώρα γυνὴ πλούτῳ καὶ γένει λαμπρὰ καὶ νὴ Δία τὸν ἄλλον εὔτακτοσ βίον. (Plutarch, Amatorius, section 2 7:1)

Synonyms

  1. well-ordered

  2. in order

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION