고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: στασιαστικός στασιαστική στασιαστικόν
Structure: στασιαστικ (Stem) + ος (Ending)
| Masculine | Feminine | Neuter | ||
|---|---|---|---|---|
| Singular | Nominative | στασιαστικός | στασιαστική | στασιαστικόν |
| Genitive | στασιαστικοῦ | στασιαστικῆς | στασιαστικοῦ | |
| Dative | στασιαστικῷ | στασιαστικῇ | στασιαστικῷ | |
| Accusative | στασιαστικόν | στασιαστικήν | στασιαστικόν | |
| Vocative | στασιαστικέ | στασιαστική | στασιαστικόν | |
| Dual | N/A/V | στασιαστικώ | στασιαστικᾱ́ | στασιαστικώ |
| G/D | στασιαστικοῖν | στασιαστικαῖν | στασιαστικοῖν | |
| Plural | Nominative | στασιαστικοί | στασιαστικαί | στασιαστικά |
| Genitive | στασιαστικῶν | στασιαστικῶν | στασιαστικῶν | |
| Dative | στασιαστικοῖς | στασιαστικαῖς | στασιαστικοῖς | |
| Accusative | στασιαστικούς | στασιαστικᾱ́ς | στασιαστικά | |
| Vocative | στασιαστικοί | στασιαστικαί | στασιαστικά | |
| Positive | Comparative | Superlative | |
|---|---|---|---|
| Adjective | στασιαστικός στασιαστικοῦ | στασιαστικότερος στασιαστικοτεροῦ | στασιαστικότατος στασιαστικοτατοῦ |
| Adverb | στασιαστικώς | στασιαστικότερον | στασιαστικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []

이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기