ἕπω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἕπω
형태분석:
έ̔π
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 얽매이다, ~에 대해 말하지 않다, 침묵을 유지하다, 조사하다
- 따르다, 따라가다, 뒤따르다
- 따르다, 따라가다, 뒤따르다, 출석하다
- 뒤쫓다, 추적하다
- 적어두다, 녹음하다, 초고를 작성하다
- 따르다, 따라가다, 뒤따르다, 잇다
- 복종하다, 따르다, 따라가다, 뒤따르다
- 접근하다, 다가가다, 다가오다, 도착하다
- 이해하다, 파악하다, 인식하다, 알아듣다
- to be about, be busy with, busy with
- to follow, after or in company with
- to follow, to escort, attend
- to pursue
- to keep pace with, do his bidding
- to follow, went with, came off
- to follow, obey, submit to
- to come near, approach, come on
- to follow up, in mind, to understand
- to follow upon
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- τούτου δὲ μεῖζον, ὅτι πάσῃ χρεῶν ἀποκοπῇ στάσεωσ ἑπομένησ, ἐκείνῃ μόνῃ, καθάπερ φαρμάκῳ παραβόλῳ μέν, ἰσχυρῷ δὲ χρησάμενοσ εὐκαίρωσ, καὶ τὴν οὖσαν στάσιν ἔλυσε, τῇ περὶ αὐτὸν ἀρετῇ καὶ δόξῃ τῆσ τοῦ πράγματοσ ἀδοξίασ καὶ διαβολῆσ περιγενόμενοσ. (Plutarch, Comparison of Solon and Publicola, chapter 3 2:1)
(플루타르코스, Comparison of Solon and Publicola, chapter 3 2:1)
- ἐπεὶ δὲ ἧκεν ὁ Τηρίβαζοσ, ἧκε δὲ καὶ ὁ υἱὸσ αὐτοῦ τοὺσ Καδουσίουσ ἄγοντεσ, ἐγένοντο δὲ σπονδαὶ πρὸσ ἀμφοτέρουσ καὶ εἰρήνη, μέγασ ὢν ὁ Τηρίβαζοσ ἤδη καὶ λαμπρὸσ ἀνεζεύγνυε μετὰ τοῦ βασιλέωσ, ἐπιδεικνυμένου πᾶσαν τήν δειλίαν καὶ τήν μαλακίαν οὐ τρυφῆσ καὶ πολυτελείασ, ὥσπερ οἱ πολλοὶ νομίζουσιν, ἔκγονον οὖσαν, ἀλλὰ μοχθηρᾶσ φύσεωσ καὶ ἀγεννοῦσ καὶ δόξαισ πονηραῖσ ἑπομένησ, οὔτε γὰρ χρυσὸσ οὔτε κάνδυσ οὔτε ὁ τῶν μυρίων καὶ δισχιλίων ταλάντων περικείμενοσ ἀεὶ τῷ βασιλέωσ σώματι κόσμοσ ἐκεῖνον ἀπεκώλυε πονεῖν καὶ ταλαιπωρεῖν, ὥσπερ οἱ τυχόντεσ, ἀλλὰ τήν τε φαρέτραν ἐνημμένοσ καὶ τήν πέλτην φέρων αὐτὸσ ἐβάδιζε πρῶτοσ ὁδοὺσ ὀρεινὰσ καὶ προσάντεισ, ἀπολιπὼν τὸν ἵππον, ὥστε τοὺσ ἄλλουσ πτεροῦσθαι καὶ συνεπικουφίζεσθαι τήν ἐκείνου προθυμίαν καὶ ῥώμην ὁρῶντασ· (Plutarch, Artaxerxes, chapter 24 5:1)
(플루타르코스, Artaxerxes, chapter 24 5:1)
- ἐν δὲ συγκλήτῳ τιμάσ τινασ ὑπερφυεῖσ αὐτῷ ψηφισαμένων ἔτυχε μὲν ὑπὲρ τῶν ἐμβόλων καθεζόμενοσ, προσιόντων δὲ τῶν ὑπάτων καὶ τῶν στρατηγῶν, ἅμα δὲ καὶ τῆσ βουλῆσ ἁπάσησ ἑπομένησ, οὐχ ὑπεξαναστάσ, ἀλλ’ ὥσπερ ἰδιώταισ τισὶ χρηματίζων, ἀπεκρίνατο συστολῆσ μᾶλλον ἢ προσθέσεωσ τὰσ τιμάσ δεῖσθαι. (Plutarch, Caesar, chapter 60 3:1)
(플루타르코스, Caesar, chapter 60 3:1)
- ἐπεὶ δὲ ἧκεν εἰσ τὸ στρατόπεδον, πλειόνων ταγμάτων ὄντων, ἑνὸσ ἄρχων ἀποδειχθεὶσ ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ, τῆσ μὲν ἰδίασ ἀρετῆσ, μιᾶσ οὔσησ, μικρὸν ἔργον ἡγεῖτο καὶ οὐκ ἀνύσιμον τὴν ἐπίδειξιν, αὑτῷ δὲ ποιῆσαι τοὺσ ἀρχομένουσ ὁμοίουσ μάλιστα φιλοτιμούμενοσ οὐ τὸν φόβον ἀφεῖλε τῆσ ἐξουσίασ, ἀλλὰ προσέθηκε τὸν λόγον ᾧ πείθων περὶ ἑκάστου καὶ διδάσκων, ἑπομένησ τιμῆσ καὶ κολάσεωσ, χαλεπὸν ἦν εἰπεῖν πότερον εἰρηνικοὺσ μᾶλλον ἢ πολεμικούσ καὶ προθυμοτέρουσ ἢ δικαιοτέρουσ παρεσκεύασε τοὺσ ἄνδρασ· (Plutarch, Cato the Younger, chapter 9 2:3)
(플루타르코스, Cato the Younger, chapter 9 2:3)
- καὶ θέαμα δεινὸν ἦν, ἑπομένησ μετεώρου τῆσ θαλάττησ καὶ ἀποκρυπτούσησ τὸ πεδίον. (Plutarch, Mulierum virtutes, 1:5)
(플루타르코스, Mulierum virtutes, 1:5)
유의어
-
얽매이다
-
따르다
- ἀκολουθέω (따라가다, 따르다, 뒤따르다)
- μεταπορεύομαι (따라가다, 뒤따르다, 좇다)
- μεθέπω (뒤쫓다, 따라가다, 추적하다)
- ἐφομαρτέω (뒤따라가다, 계승하다)
- μέτειμι (따르다, 따라가다, 뒤따르다)
- ἐφέπω (따라가다, 따르다, 뒤따르다)
- μετακιάθω (쫓다, 뒤쫓다, 사냥하다)
- κατακολουθέω (복종하다, 따르다, 뒤쫓다)
- ἐπακολουθέω (뒤쫓다, 따라가다, 추적하다)
- μεταδιώκω (뒤쫓다, 추적하다)
-
따르다
- ἕπομαι (출석하다, 참석하다, 호위하다)
- συμπαραπέμπω (따르다, 따라가다, 뒤따르다)
- προσπολέω (to be escorted by a train of attendants)
- συνομαρτέω (to follow along with, attend on)
- ὀπαδέω (따르다, 따라가다, 뒤따르다)
- ἐφέπω (따르다, 따라가다, 뒤따르다)
- προπέμπω (나르다, 따르다, 따라가다)
-
뒤쫓다
- προπέμπω (뒤쫓다, 추적하다)
- μετοίχομαι (뒤쫓다, 추적하다)
- ἕπομαι (뒤쫓다, 추적하다)
- ἐπακολουθέω (뒤쫓다, 추적하다)
- συγκαταδιώκω (to pursue with or together)
- μέτειμι (뒤쫓다, 추적하다, 쫓다)
- ἐπιδιώκω (to pursue after)
- καταδιώκω (to pursue closely)
- ἐφέπω (따르다, 따라가다, 쫓다)
- μεταπορεύομαι (뒤쫓다, 추적하다, 쫓다)
- ἐνδίημι (쫓다, 뒤쫓다, 추적하다)
- περιδιώκω (to pursue on all sides)
-
적어두다
-
복종하다
-
접근하다
- ἐγγίζω ( 접근하다, 다가가다)
- προσπλάζω (접근하다, 다가가다, 다가오다)
- ἕπομαι (접근하다, 다가가다, 다가오다)
- ἔπειμι (접근하다, 다가가다, 다가오다)
- πλησιάζω (접근하다, 다가가다, 다가오다)
- ἐμπελάζω (접근하다, 다가가다, 다가오다)
- προσνίσσομαι (접근하다, 다가가다, 다가오다)
- ἐπιπίλναμαι (to come near)
- πελάζω (come near)
- προσχρίμπτω (to come near)
- προσίημι (접근하다, 다가가다, 다가오다)
- πελάζω (접근하다, 다가가다, 다가오다)
- πλάθω (접근하다, 다가오다, 다가가다)
- πλησιάζω (접근하다, 다가가다, 다가오다)
- προσάγω (접근하다, 다가오다, 다가가다)
- προσίστημι (to stand near to or by, approaching)
- ἐπιπέλομαι (to come to or upon, coming on, approaching)
- προσφέρω (좋아하다, 마음에 들다, ~의 향기가 나다)
- ἐγχρίμπτω (접근하다, 다가가다, 다가오다)
- προσορμίζομαι (to come to anchor near)
- πελάζω (접근하다, 다가가다, 다가오다)
-
이해하다
-
to follow upon
- κατοπάζω (to follow hard upon)
- ἐφέπω (따르다, 따라가다)
- ἀκολουθέω ( it follows)
- ἐπακολουθέω (뒤쫓다, 따라가다, 추적하다)
- συνεφέπομαι (~와 비교하다, 관계되어 있다, ~에 속하다)
- κατέχω (to follow close upon, press hard)
- ἀκολουθέω (따라가다, 따르다, 뒤따르다)
- μεταπορεύομαι (따라가다, 뒤따르다, 좇다)
파생어
- ἀμφιέπω (둘러싸다, 포위하다, 에워싸다)
- ἕπομαι (따르다, 복종하다, 따라가다)
- ἐφέπω (따라가다, 따르다, 뒤따르다)
- μεθέπω (뒤쫓다, 따라가다, 추적하다)
- παρέπομαι (to follow along side, follow close)
- συμμεθέπω (to sway jointly)
- συμπαρέπομαι (잇따르다, 우회시키다, 좇다)
- συνέπομαι (따르다, 따라가다, 뒤따르다)
- συνεφέπομαι (~와 비교하다, 관계되어 있다, ~에 속하다)