Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐνάλιος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐνάλιος ἐνάλιᾱ ἐνάλιον

Structure: ἐναλι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a(/ls

Sense

  1. in, on, of the sea, sea

Examples

  • ἀλλ’ οὐ νομίζειν φήσομεν καθ’ Ἑλλάδα χέρσῳ καλύπτειν τοὺσ θανόντασ ἐναλίουσ. (Euripides, Helen, episode, dialogue 17:28)
  • τὰ δ’ ἐν τοῖσ παραλίοισ καὶ περὶ Νέαν πόλιν ἔργα, λόφουσ ἀνακρεμαννύντοσ αὐτὸν μεγάλοισ ὀρύγμασι καὶ τροχοὺσ θαλάσσησ καὶ διαδρομὰσ ἰχθυοτρόφουσ τοῖσ οἰκητηρίοισ περιελίσσοντοσ καὶ διαίτασ ἐναλίουσ κτίζοντοσ, ὁ Στωικὸσ Τουβέρων θεασάμενοσ Ξέρξην αὐτὸν ἐκ τηβέννου προσηγόρευσεν. (Plutarch, Lucullus, chapter 39 3:1)

Synonyms

  1. in

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION