헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐφήμερος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐφήμερος ἐφήμερος ἐφήμερον

형태분석: ἐφημερ (어간) + ος (어미)

어원: h(me/ra

  1. 매일의, 나날의
  1. living only one day; short-lived
  2. for a day; daily; once a day
  3. (as with φάρμακον ‎(phármakon)) acting or occurring within one day

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἐφήμερος

(이)가

ἐφήμερον

(것)가

속격 ἐφημέρου

(이)의

ἐφημέρου

(것)의

여격 ἐφημέρῳ

(이)에게

ἐφημέρῳ

(것)에게

대격 ἐφήμερον

(이)를

ἐφήμερον

(것)를

호격 ἐφήμερε

(이)야

ἐφήμερον

(것)야

쌍수주/대/호 ἐφημέρω

(이)들이

ἐφημέρω

(것)들이

속/여 ἐφημέροιν

(이)들의

ἐφημέροιν

(것)들의

복수주격 ἐφήμεροι

(이)들이

ἐφήμερα

(것)들이

속격 ἐφημέρων

(이)들의

ἐφημέρων

(것)들의

여격 ἐφημέροις

(이)들에게

ἐφημέροις

(것)들에게

대격 ἐφημέρους

(이)들을

ἐφήμερα

(것)들을

호격 ἐφήμεροι

(이)들아

ἐφήμερα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀλλ’ ἐξ οὐσίασ λαμπρᾶσ καὶ οἴκου καὶ τραπέζησ καὶ πολυτελείασ εἰσ τρίβωνα καὶ πήραν καὶ προσαίτησιν ἐφημέρου τροφῆσ κατάξεισ; (Plutarch, An vitiositas ad infelicitatem sufficia, section 3 2:14)

    (플루타르코스, An vitiositas ad infelicitatem sufficia, section 3 2:14)

  • ἀλλ’ ἐξ οὐσίασ λαμπρᾶσ καὶ οἴκου καὶ τραπέζησ καὶ πολυτελείασ εἰσ τρίβωνα καὶ πήραν καὶ προσαίτησιν ἐφημέρου τροφῆσ κατάξεισ; (Plutarch, An vitiositas ad infelicitatem sufficia, section 3 6:11)

    (플루타르코스, An vitiositas ad infelicitatem sufficia, section 3 6:11)

  • ὃσ γενόμενοσ τυράννου πατρὸσ ἑκὼν τὴν πόλιν ἐλευθεροῖ, τιμὴν αὑτῷ καὶ γένει ἀείζωον ἀντὶ τυραννίδοσ ἐφημέρου καὶ ἀδίκου κτώμενοσ. (Plato, Epistles, Letter 8 28:1)

    (플라톤, Epistles, Letter 8 28:1)

  • ἀλλὰ μὴν οὐδὲ τῷ ἀίδιον εἶναι μᾶλλον ἀγαθὸν ἔσται, εἴπερ μηδὲ λευκότερον τὸ πολυχρόνιον τοῦ ἐφημέρου. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 1 41:3)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 1 41:3)

  • ὅσουσ δὲ αἴσθοιτο παντάπασιν ἀδυνάτουσ καὶ μηδ’ ὑπὲρ τῆσ ἐφημέρου τροφῆσ ἔχοντασ προέσθαι τὸ διάφορον ἄνευ τιμῆσ χαριζόμενοσ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 12, chapter 1 1:3)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 12, chapter 1 1:3)

유의어

  1. living only one day

  2. 매일의

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION