헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βραχύβιος

형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βραχύβιος

  1. short-lived

예문

  • χρονίη μὲν ἡ τῆσ νούσου φυὴ, μακρῷ κυί̈σκεται χρόνῳ· βραχύβιοσ δὲ ὥνθρωποσ, ἢν ἡ κατάστασισ τελεσθῇ · ὀξείη γὰρ ἡ τηκεδὼν, ταχὺσ δὲ ὁ θάνατοσ, ποτὶ καὶ βίοσ αἰσχρὸσ καὶ ἐπίπονοσ· δίψοσ ἀκρατέσ · πολυποσίη ἀνισόμε τροσ οὔροισι πολλοῖσι · πλεῖον γὰρ ἐκρεῖ τὸ οὖρον, καὶ οὐκ ἂν ἐπίσχοι τισ αὐτέουσ, οὔτε πίνοντασ οὔτε οὐρέοντασ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 49)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 49)

유의어

  1. short-lived

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION