헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δῶμα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δῶμα

형태분석: δωματ (어간)

어원: de/mw

  1. 집, 거처
  2. 홀, 회관, 기둥으로 받쳐진 지붕이 있는 현관
  3. 사원, 신전
  1. house
  2. chief room, hall
  3. (in the plural) a single house
  4. halls of the gods
  5. the nether world
  6. (figuratively) temple

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 δῶμα

집이

δώματε

집들이

δώματα

집들이

속격 δώματος

집의

δωμάτοιν

집들의

δωμάτων

집들의

여격 δώματι

집에게

δωμάτοιν

집들에게

δώμασιν*

집들에게

대격 δῶμα

집을

δώματε

집들을

δώματα

집들을

호격 δῶμα

집아

δώματε

집들아

δώματα

집들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τοὺσ προσκυνοῦντασ ἐπὶ τὰ δώματα τῇ στρατιᾷ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοὺσ ὀμνύοντασ κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ τοὺσ ὀμνύοντασ κατὰ τοῦ βασιλέωσ αὐτῶν (Septuagint, Prophetia Sophoniae 1:5)

    (70인역 성경, 스바니야서 1:5)

  • τὸν δὲ Ἡσαῦ ἐμίσησα καὶ ἔταξα τὰ ὅρια αὐτοῦ εἰσ ἀφανισμὸν καὶ τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ εἰσ δώματα ἐρήμου̣ (Septuagint, Prophetia Malachiae 1:3)

    (70인역 성경, 말라키서 1:3)

  • Τὸ ρῆμα τῆσ φάραγγοσ Σιών. ‐ ΤΙ ἐγένετό σοι νῦν, ὅτι ἀνέβητε πάντεσ εἰσ δώματα μάταια̣ (Septuagint, Liber Isaiae 22:1)

    (70인역 성경, 이사야서 22:1)

  • ἄρτι μὲν αἰπύδμητα φιλοξείνων ναετήρων δώματα παπταίνων καὶ γείτονασ ἐγγύθι νηοὺσ ἄστεοσ ἀγλαϊήν διεμέτρεεν, ἔνθα μὲν αὐτῆσ χρύσεον ἐνδαπίησ θηεύμενοσ εἶδοσ Ἀθήνησ, ἔνθα δὲ Καρνείοιο φίλον κτέρασ Ἀπόλλωνοσ οἶκον Ἀμυκλαίοιο παραγνάμψασ Υἁκίνθου, ὅν ποτε κουρίζοντα σὺν Ἀπόλλωνι νοήσασ δῆμοσ Ἀμυκλαίων ἠγάσσατο, μὴ Διὶ Λητὼ κυσαμένη καὶ τοῦτον ἀνήγαγεν· (Colluthus, Rape of Helen, book 1114)

    (콜루토스, Rape of Helen, book 1114)

  • ἀτὰρ γλαυκῶπισ Ἀθήνη ἐξίκετ’ Οὔλυμπόν τε μέγαν καὶ δώματα πατρόσ. (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 44:3)

    (헤시오도스, 헤라클레스의 방패, Book Sh. 44:3)

유의어

  1. a single house

  2. halls of the gods

  3. the nether world

  4. 사원

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION