Ancient Greek-English Dictionary Language

δολιχός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: δολιχός δολιχή δολιχόν

Structure: δολιχ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from dolixo/s

Sense

  1. (poetic) long
  2. protracted, wearisome

Examples

  • τοιγὰρ ἀνῖαι ὄρνυνται δολιχῶν ὁππόσαι ἐκ πυρετῶν, καὶ ὁπόσα τμηθέντοσ ἐπὶ χροὸσ ἄρκια θεῖναι φάρμακα, πρηείησ οἶσθα παρ’ Ἠπιόνησ. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 2732)
  • ἤδη μοι ξενίησ εἶναι πέρασ, ἐν δέ με πάτρῃ ζώειν, τῶν δολιχῶν παυσάμενον καμάτων. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 7 1:1)
  • εὐγραφέοσ τέχνησ ὄργανα ῥυομένην, Ἑρμῇ Καλλιμένησ, τρομερὴν ὑπὸ γήραοσ ὄκνῳ χεῖρα καθαρμόζων ἐκ δολιχῶν καμάτων. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 65 2:1)
  • οὐ σμύρνησ ἐκ Συρίασ ὀδμαὶ λιβάνου τε πνοαί,2 τερενοχρῶτεσ μαζῶν ὄψεισ, ἄρτων, ἀμύλων, πουλυποδείων, χολίκων, δημοῦ, φυσκῶν, ζωμοῦ, τεύτλων, θρίων, λεκίθου, σκορόδων, ἀφύησ, σκόμβρων, ἐνθρυμματίδων, πτισάνησ, ἀθάρησ, κυάμων, λαθύρων, ὤχρων, δολίχων, μέλιτοσ, τυροῦ, χορίων, πυῶν,3 καρύων, χόνδρου, κάραβοι ὀπτοί, τευθίδεσ ὀπταί, κεστρεὺσ ἑφθόσ, σηπίαι ἑφθαί, μύραιν’ ἑφθή, κωβιοὶ ἑφθοί, θυννίδεσ ὀπταί, φυκίδεσ ἑφθαί, βάτραχοι, πέρκαι, συνόδοντεσ, ὄνοι, βατίδεσ, ψῆτται, γαλεόσ, κόκκυξ, θρίσσαι, νάρκαι, ῥίνησ τεμάχη, σχαδόνεσ, βότρυεσ, σῦκα, πλακοῦντεσ, μῆλα, κράνειαι, ῥόαι, ἑρ́πυλλοσ, μήκων, ἀχράδεσ, κνῆκοσ, ἐλᾶαι, στέμφυλ’, ἄμητεσ, πράσα, γήτειον, κρόμμυα, φυστή, βολβοί, καυλοί, σίλφιον, ὄξοσ, μάραθ’, ᾠά, φακῆ, τέττιγεσ, ὀποί· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 7 3:2)

Synonyms

  1. long

  2. protracted

Related

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION