Ancient Greek-English Dictionary Language

δολιχός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: δολιχός δολιχή δολιχόν

Structure: δολιχ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from dolixo/s

Sense

  1. (poetic) long
  2. protracted, wearisome

Examples

  • οὔπω κεῖθεν ἐήν δολιχὸσ πλόοσ, οὐδέ γαλήνησ δηρὸν ἐρεσσομένων ἠκούετο δοῦποσ ἐρετμῶν, καὶ χθονὸσ εὐκόλποισιν ἐπ’ ἠιόνεσσι βαλόντεσ πείσματα νηὸσ ἔδησαν, ὅσοισ ἁλὸσ ἔργα μεμήλει. (Colluthus, Rape of Helen, book 1112)
  • δολιχὸσ χρόνοσ οἶδεν ἀμείβειν οὔνομα καὶ μορφὴν καὶ φύσιν ἠδὲ τύχην. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 512)
  • Σκύλλοσ, ὅτε Ξέρξου δολιχὸσ στόλοσ Ἑλλάδα πᾶσαν ἤλαυνεν, βυθίην εὑρ́ετο ναυμαχίην, Νηρῆοσ λαθρίοισιν ὑποπλεύσασ τενάγεσσι, καὶ τὸν ἀπ’ ἀγκύρησ ὁρ́μον ἔκειρε νεῶν. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 2961)
  • πόλλ’ ἀνακυκλοῦται δολιχὸσ δρόμοσ· (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 3423)
  • ἐμοὶ δολιχόσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 4474)

Synonyms

  1. long

  2. protracted

Related

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION