διατρέχω?
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사: diatrechō
고전 발음: [디아뜨레코:]
신약 발음: [디아뜨래코]
기본형:
διατρέχω
διαθρέξομαι
διέδραμον
διαδεδράμηκα
형태분석:
δια
(접두사)
+
τρέχ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 꿰뚫다, 찔러 넣다
- 뚫다, 관통하다
- to run across or over
- to run through
- to run about
- to penetrate
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- νεφέλαι δὲ διέδραμον ἄλλυδις ἄλλαι: (Theocritus, Idylls, 9)
(테오크리토스, Idylls, 9)
- αἱ δὲ μάλ ὦκα ἰχθυόεντα κέλευθα διέδραμον, ἐς δὲ Γεραιστὸν ἐννύχιαι κατάγοντο: (Homer, Odyssey, Book 3 16:21)
(호메로스, 오디세이아, Book 3 16:21)
- Ῥωμαῖοι μὲν δὴ τότε ᾔσθοντο τῆς ἀπάτης, ὁ δὲ στρατὸς ὁ ἄλλος Ἀννίβου καὶ οἱ τὰς βοῦς ἐλαύνοντες ἐπὶ τὰ στενὰ ἀδεῶς διέδραμον. (Appian, The Foreign Wars, chapter 3 4:5)
(아피아노스, The Foreign Wars, chapter 3 4:5)
- τῶν δὲ φυγόντων ἐκ τῆς μάχης οἱ μὲν ἐν τῷ μείζονι στρατοπέδῳ στρατηγὸν αὑτῶν ἑσπέρας ἑλόμενοι Πόπλιον Σεμπρώνιον, ἐβιάσαντο τοὺς Ἀννίβου φύλακας ὕπνου καὶ κόπου πλήρεις ὄντας, καὶ διέδραμον ἐς Κανύσιον περὶ μέσας νύκτας, ἀμφὶ τοὺς μυρίους, οἱ δ ἐν τῷ βραχυτέρῳ πεντακισχίλιοι τῆς ἐπιούσης ἡμέρας ἐλήφθησαν ὑπὸ τοῦ Ἀννίβου. (Appian, The Foreign Wars, chapter 4 8:3)
(아피아노스, The Foreign Wars, chapter 4 8:3)
- Ἀπουλήιος δὲ καὶ Ἀρρούντιος ὑποκριθέντες εἶναι λοχαγοὶ καὶ τοὺς θεράποντας ἐς στρατιώτας σκευάσαντες, τὰς μὲν πύλας διέδραμον ὡς λοχαγοὶ διώκοντες ἑτέρους, τὴν δὲ λοιπὴν ὁδὸν διελόμενοι τοὺς δεσμώτας ἐξέλυον καὶ τοὺς ἀποδράντας συνέλεγον, μέχρι χειρὸς ἱκανῆς ἑκατέρῳ γενομένης σημεῖά τε ἦν ἤδη καὶ ὅπλα καὶ ὄψις στρατοῦ. (Appian, The Civil Wars, book 4, chapter 6 11:1)
(아피아노스, The Civil Wars, book 4, chapter 6 11:1)
유의어
-
to run across or over
- παρατρέχω (to run through or over, run across)
- ὑπερεκχύνομαι (넘치다)
- διαδρηπετεύω (to run off, go over to)
- διάγω (to carry over or across)
- ναίω (부풀다, 넘치다)
- διαπορεύω (to carry over, set across)
- ἐπιτρέχω (압도하다, 퍼뜨리다, 씌우다)
- παρακομίζω (도망치다, 등한시하다, 지나치다)
- διαβαδίζω (가로지르다, 횡단하다)
- διαβαίνω (도망치다, 등한시하다, 지나치다)
- ὑπερβάλλω (넘치다, 범람하다, 풍부하다)
- ὑπερκαχλάζω (to run bubbling over)
-
꿰뚫다
- διεκθέω (꿰뚫다, 찔러 넣다)
- πείρω (꿰뚫다, 찌르다, 뚫다)
- διακανάσσω (run gurgling through)
- παρατρέχω (to run through or over, run across)
- διαχέω (꿰뚫다, 찔러 넣다, 통과시키다)
- προσπίπτω (달려가다, 만나러 가다)
- θέω (달리다, 뛰다)
- συνανατρέχω (to run up with)
- δρομάω (달리다, 뛰다)
- δολιχοδρομέω (달리다, 뛰다)
- δακρύω (달리다, 뛰다)
- ἀναβάλλω (달리다, 뛰다)
- διοιχνέω (겪다, 나열하다)
- διεκπεραίνω (to go through with)
- διανέομαι (겪다, 나열하다)
- ἀναβλώσκω (겪다, 나열하다)
-
to run about
-
뚫다
파생어
- ἀμφιτρέχω (둘러싸다, 포위하다, 에워싸다)
- ἀνατρέχω (갑자기 나타나다, 서두르다, 뛰어나가다)
- ἀποτρέχω (to run off or away, to run hard)
- εἰστρέχω (맞부딪치다)
- ἐκτρέχω (to run out or forth, make a sally, to run off or away)
- ἐντρέχω (들어가다, 입장하다, 부재인 사람을 임명하다)
- ἐπεκτρέχω (to sally out upon or against)
- ἐπισυντρέχω (to run together to)
- ἐπιτρέχω (뒤쫓다, 맹목적으로 따르다, 세게 물다)
- κατατρέχω (흘러내리다, 흘러 내려가다, )
- μετατρέχω (맹목적으로 따르다, 뒤쫓다)
- παρατρέχω (초과하다, 능가하다, 넘다)
- παρεκτρέχω (to run out past)
- περιτρέχω (I run about.)
- προεκτρέχω (to run out before)
- προσανατρέχω (to run back, retrace past events)
- προστρέχω (도착하다, 도달하다, 깨어나다)
- προτρέχω (to run forward, to run before, outrun)
- συμπαρατρέχω (to run along with)
- συμπεριτρέχω (to run round together)
- συνανατρέχω (to run up with)
- συνεκτρέχω (to sally out together)
- συντρέχω (접하다, 마주치다, 조우하다)
- τρέχω (달리다, 뛰다)
- ὑπεκτρέχω (to run out from under, escape from, to run out beyond)
- ὑπερτρέχω (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- ὑποτρέχω (끊다, 가로채다, 요격하다)