Ancient Greek-English Dictionary Language

διαμαρτάνω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διαμαρτάνω διαμαρτήσομαι διήμαρτον

Structure: δι (Prefix) + ἁμαρτάν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to go astray from, to fail of obtaining
  2. to fail utterly

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαμαρτάνω διαμαρτάνεις διαμαρτάνει
Dual διαμαρτάνετον διαμαρτάνετον
Plural διαμαρτάνομεν διαμαρτάνετε διαμαρτάνουσιν*
SubjunctiveSingular διαμαρτάνω διαμαρτάνῃς διαμαρτάνῃ
Dual διαμαρτάνητον διαμαρτάνητον
Plural διαμαρτάνωμεν διαμαρτάνητε διαμαρτάνωσιν*
OptativeSingular διαμαρτάνοιμι διαμαρτάνοις διαμαρτάνοι
Dual διαμαρτάνοιτον διαμαρτανοίτην
Plural διαμαρτάνοιμεν διαμαρτάνοιτε διαμαρτάνοιεν
ImperativeSingular διαμάρτανε διαμαρτανέτω
Dual διαμαρτάνετον διαμαρτανέτων
Plural διαμαρτάνετε διαμαρτανόντων, διαμαρτανέτωσαν
Infinitive διαμαρτάνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαμαρτανων διαμαρτανοντος διαμαρτανουσα διαμαρτανουσης διαμαρτανον διαμαρτανοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαμαρτάνομαι διαμαρτάνει, διαμαρτάνῃ διαμαρτάνεται
Dual διαμαρτάνεσθον διαμαρτάνεσθον
Plural διαμαρτανόμεθα διαμαρτάνεσθε διαμαρτάνονται
SubjunctiveSingular διαμαρτάνωμαι διαμαρτάνῃ διαμαρτάνηται
Dual διαμαρτάνησθον διαμαρτάνησθον
Plural διαμαρτανώμεθα διαμαρτάνησθε διαμαρτάνωνται
OptativeSingular διαμαρτανοίμην διαμαρτάνοιο διαμαρτάνοιτο
Dual διαμαρτάνοισθον διαμαρτανοίσθην
Plural διαμαρτανοίμεθα διαμαρτάνοισθε διαμαρτάνοιντο
ImperativeSingular διαμαρτάνου διαμαρτανέσθω
Dual διαμαρτάνεσθον διαμαρτανέσθων
Plural διαμαρτάνεσθε διαμαρτανέσθων, διαμαρτανέσθωσαν
Infinitive διαμαρτάνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαμαρτανομενος διαμαρτανομενου διαμαρτανομενη διαμαρτανομενης διαμαρτανομενον διαμαρτανομενου

Future tense

Imperfect tense

Aorist tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ταύτησ τοίνυν πῃ διημαρτάνομεν. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 112:2)

Synonyms

  1. to go astray from

  2. to fail utterly

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION