διαφθείρω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
διαφθείρω
διαφθερῶ
διέφθαρκα
Structure:
δια
(Prefix)
+
φθείρ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to destroy utterly, to make away with, kill, destroy, ruin, to weaken, slacken, to disable, to forget
- to corrupt, ruin, to corrupt by bribes, to seduce
- having changed
- to be destroyed, crippled, disabled, deaf, with their, loss
- to have lost one's wits; -
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ,3 ὡσ τοὺσ νέουσ διαφθείροντοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 61 1:4)
- Στησίχοροσ μὲν γὰρ ἑλομένων στρατηγὸν αὐτοκράτορα τῶν Ἱμεραίων Φάλαριν καὶ μελλόντων φυλακὴν διδόναι τοῦ σώματοσ, τἆλλα διαλεχθεὶσ εἶπεν αὐτοῖσ λόγον ὡσ ἵπποσ κατεῖχε λειμῶνα μόνοσ, ἐλθόντοσ δ’ ἐλάφου καὶ διαφθείροντοσ τὴν νομὴν βουλόμενοσ τιμωρήσασθαι τὸν ἔλαφον ἠρώτα τινὰ ἄνθρωπον εἰ δύναιτ’ ἂν μετ’ αὐτοῦ τιμωρήσασθαι τὸν ἔλαφον, ὁ δ’ ἔφησεν, ἐὰν λάβῃ χαλινὸν καὶ αὐτὸσ ἀναβῇ ἐπ’ αὐτὸν ἔχων ἀκόντια· (Aristotle, Rhetoric, Book 2, chapter 20 5:2)
- καὶ κινδυνεύει σοφόσ τισ εἶναι, καὶ τὴν ἐμὴν ἀμαθίαν κατιδὼν ὡσ διαφθείροντοσ τοὺσ ἡλικιώτασ αὐτοῦ, ἔρχεται κατηγορήσων μου ὥσπερ πρὸσ μητέρα πρὸσ τὴν πόλιν. (Plato, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 4:5)
- αἰσχύνησ τ’ ἄξιον πρᾶγμα εἶναι λέγων, εἰ Κασσίου κατηγοροῦντεσ ὡσ πονηρὰ καὶ ἀσύμφορα πολιτευομένου καὶ τὸν δῆμον διαφθείροντοσ, ἔπειτ’ αὐτοὶ κοινῇ γνώμῃ ταῦτ’ ἐπικυρώσουσιν ὡσ δίκαια καὶ συμφέροντα· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 8, chapter 73 3:2)
- τὸ δὲ ἥκειν μὲν ὡσ συμβουλεύσοντα ὁμονοεῖν, ὁμοῦ δὲ ὑμᾶσ ἐπαινέσαι κατοκνεῖν, ἅμα μέν τισ καὶ ἀνανδρεία μοι φαίνεται, ἅμα δὲ εἶναι καὶ διαφθείροντοσ τὴν ὑπόθεσιν, καὶ δυοῖν θάτερον, ἢ κακῶσ ἐγκεχειρηκότοσ, ἢ μὴ εἰδότοσ ὅντινα χρὴ τρόπον περὶ αὐτῆσ ἐπεξελθεῖν. (Aristides, Aelius, Orationes, 2:3)
Synonyms
-
to corrupt
-
having changed
- ἀμείβω (to change, to pa)
- διαλλάσσω (to change)
- μετασχηματίζω (to change the form of)
- μεταμείβω (to change, for)
- συμμεταβάλλω (to change with or together)
- μεταμείβω (to change to another form)
- συμμεταπίπτω (to change along with)
- συμμεθίστημι (to help in changing)
- χρυσωνέω (to change gold)
- ἀνταλλάσσω (to exchange, with, to change)
- καταλλάσσω (to change, to exchange, for)
- μεθίστημι (to change or cease from)
- μετατίθημι (to be changed, to alter)
- ἀμείβω (to change, alter)
- μεταφέρω (to change, alter)
- μεταλλάσσω (to change, alter)
- μετακινέω (to change, alter)
- μεθίστημι (he changes nothing, of)
- μεταβάπτω (to change by dipping)
- ἀλλοιόω (to be changed for the worse)
- περιπίπτω (to change suddenly)
- κῑνέω (I change, innovate)
- μεταλλάσσω (to undergo a change)
- μεταβάλλω (to undergo a change, change)