διαφθείρω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
διαφθείρω
διαφθερῶ
διέφθαρκα
Structure:
δια
(Prefix)
+
φθείρ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to destroy utterly, to make away with, kill, destroy, ruin, to weaken, slacken, to disable, to forget
- to corrupt, ruin, to corrupt by bribes, to seduce
- having changed
- to be destroyed, crippled, disabled, deaf, with their, loss
- to have lost one's wits; -
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ νῦν μὴ ἄνευ Κυρίου ἀνέβημεν ἐπὶ τὸν τόπον τοῦτον τοῦ διαφθεῖραι αὐτόν̣ Κύριοσ εἶπε πρόσ με. ἀνάβηθι ἐπὶ τὴν γῆν ταύτην καὶ διάφθειρον αὐτήν. (Septuagint, Liber II Regum 18:25)
- καὶ νῦν μὴ ἄνευ Κυρίου ἀνέβημεν ἐπὶ τὴν χώραν ταύτην πολεμῆσαι αὐτήν̣ Κύριοσ εἶπε πρόσ με. ἀνάβηθι ἐπὶ τὴν γῆν ταύτην, καὶ διάφθειρον αὐτήν. (Septuagint, Liber Isaiae 36:10)
- ἰδοὺ ἐγὼ πρόσ σε, τὸ ὄροσ τὸ διεφθαρμένον, τὸ διαφθεῖρον πᾶσαν τὴν γῆν, καὶ ἐκτενῶ τὴν χεῖρά μου ἐπὶ σὲ καὶ κατακυλιῶ σε ἐπὶ τῶν πετρῶν καὶ δώσω σε ὡσ ὄροσ ἐμπεπυρισμένον. (Septuagint, Liber Ieremiae 28:25)
- ἤδη δὲ πολλῶν καὶ γενναίων ἀθροιζομένων καὶ περιεπόντων, οἱ μὲν ἄλλοι καταφανεῖσ ἦσαν τὴν λαμπρότητα τῆσ ὡρ́ασ ἐκπεπληγμένοι καὶ θεραπεύοντεσ, ὁ δὲ Σωκράτουσ ἔρωσ μέγα μαρτύριον ἦν τῆσ ἀρετῆσ καὶ εὐφυί̈ασ τοῦ παιδόσ, ἣν ἐμφαινομένην τῷ εἴδει καὶ διαλάμπουσαν ἐνορῶν, φοβούμενοσ δὲ τὸν πλοῦτον καὶ τὸ ἀξίωμα καὶ τὸν προκαταλαμβάνοντα κολακείαισ καὶ χάρισιν ἀστῶν καὶ ξένων καὶ συμμάχων ὄχλον, οἱο͂σ ἦν ἀμύνειν καὶ μὴ περιορᾶν ὡσ φυτὸν ἐν ἄνθει τὸν οἰκεῖον καρπὸν ἀποβάλλον καὶ διαφθεῖρον. (Plutarch, , chapter 4 1:1)
- τὸ μὲν ἀπολλύον καὶ διαφθεῖρον πᾶν τὸ κακὸν εἶναι, τὸ δὲ σῷζον καὶ ὠφελοῦν τὸ ἀγαθόν. (Plato, Republic, book 10 327:1)
Synonyms
-
to corrupt
-
having changed
- ἀμείβω (to change, to pa)
- διαλλάσσω (to change)
- μετασχηματίζω (to change the form of)
- μεταμείβω (to change, for)
- συμμεταβάλλω (to change with or together)
- μεταμείβω (to change to another form)
- συμμεταπίπτω (to change along with)
- συμμεθίστημι (to help in changing)
- χρυσωνέω (to change gold)
- ἀνταλλάσσω (to exchange, with, to change)
- καταλλάσσω (to change, to exchange, for)
- μεθίστημι (to change or cease from)
- μετατίθημι (to be changed, to alter)
- ἀμείβω (to change, alter)
- μεταφέρω (to change, alter)
- μεταλλάσσω (to change, alter)
- μετακινέω (to change, alter)
- μεθίστημι (he changes nothing, of)
- μεταβάπτω (to change by dipping)
- ἀλλοιόω (to be changed for the worse)
- περιπίπτω (to change suddenly)
- κῑνέω (I change, innovate)
- μεταλλάσσω (to undergo a change)
- μεταβάλλω (to undergo a change, change)