διαφθείρω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
διαφθείρω
διαφθερῶ
διέφθαρκα
Structure:
δια
(Prefix)
+
φθείρ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to destroy utterly, to make away with, kill, destroy, ruin, to weaken, slacken, to disable, to forget
- to corrupt, ruin, to corrupt by bribes, to seduce
- having changed
- to be destroyed, crippled, disabled, deaf, with their, loss
- to have lost one's wits; -
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἐγὼ γὰρ πάλαι ὁρῶσά σε νέον ὄντα καὶ καλὸν ὁποῖον οὐκ οἶδα εἴ τινα ἕτερον ἡ Φρυγία τρέφει, μακαρίζω μὲν τοῦ κάλλουσ, αἰτιῶμαι δὲ τὸ μὴ ἀπολιπόντα τοὺσ σκοπέλουσ καὶ ταυτασὶ τὰσ πέτρασ κατ’ ἄστυ ζῆν, ἀλλὰ διαφθείρειν τὸ κάλλοσ ἐν ἐρημίᾳ. (Lucian, Dearum judicium, (no name) 13:3)
- ἐβούλετο μὲν οὖν ὁ Λεωνίδασ τοῖσ πλουσίοισ βοηθεῖν, δεδιὼσ δὲ τὸν δῆμον ἐπιθυμοῦντα τῆσ μεταβολῆσ οὐδὲν ἀντέπραττε φανερῶσ, λάθρα δὲ τὴν πρᾶξιν ἐζήτει κακουργεῖν καὶ διαφθείρειν ἐντυγχάνων τοῖσ ἄρχουσι καὶ διαβάλλων τὸν Ἆγιν ὡσ τυραννίδοσ μισθὸν τοῖσ πένησι τὰ τῶν πλουσίων προτείνοντα, καὶ γῆσ μεταδόσεσι καὶ χρεῶν ἀφέσεσι πολλοὺσ ὠνούμενον ἑαυτῷ δορυφόρουσ, οὐ τῇ Σπάρτῃ πολίτασ. (Plutarch, Agis, chapter 7 5:1)
- ψυχὴν ἐπὶ πόλεμον ἀνομωτέρων τρεπομένην διαφθείρειν ὅταν ἐθισθῶμεν μὴ αἵματοσ ἄνευ καὶ φόνου μὴ ξένον ἑστιᾶν, μὴ γάμον ἑορτάζειν, μὴ φίλοισ συγγίγνεσθαι. (Plutarch, De esu carnium II, section 4 7:1)
- ἔχειν δὲ λέγουσιν αὐτὸ τοιαύτην ἀναπνοὴν ὥστε πάντα τὸν ἐντυχόντα τῷ ζῴῳ διαφθείρειν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 646)
- τούτων δὲ γενομένων συμφρονήσασ ὁ Ἀρτοξέρξησ ὃν τρόπον αὐτοῖσ ἐστι πολεμητέον, ἔπεμψε Τιμοκράτην τὸν Ῥόδιον εἰσ τὴν Ἑλλάδα χρυσίον πολὺ κομίζοντα, διδόναι καί διαφθείρειν τοὺσ πλεῖστον ἐν ταῖσ πόλεσι δυναμένουσ κελεύσασ, καί πόλεμον Ἑλληνικὸν κινεῖν ἐπὶ τὴν Λακεδαίμονα. (Plutarch, Artaxerxes, chapter 20 3:1)
Synonyms
-
to corrupt
-
having changed
- ἀμείβω (to change, to pa)
- διαλλάσσω (to change)
- μετασχηματίζω (to change the form of)
- μεταμείβω (to change, for)
- συμμεταβάλλω (to change with or together)
- μεταμείβω (to change to another form)
- συμμεταπίπτω (to change along with)
- συμμεθίστημι (to help in changing)
- χρυσωνέω (to change gold)
- ἀνταλλάσσω (to exchange, with, to change)
- καταλλάσσω (to change, to exchange, for)
- μεθίστημι (to change or cease from)
- μετατίθημι (to be changed, to alter)
- ἀμείβω (to change, alter)
- μεταφέρω (to change, alter)
- μεταλλάσσω (to change, alter)
- μετακινέω (to change, alter)
- μεθίστημι (he changes nothing, of)
- μεταβάπτω (to change by dipping)
- ἀλλοιόω (to be changed for the worse)
- περιπίπτω (to change suddenly)
- κῑνέω (I change, innovate)
- μεταλλάσσω (to undergo a change)
- μεταβάλλω (to undergo a change, change)