Ancient Greek-English Dictionary Language

βραχύς

First/Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: βραχύς βραχεῖα βραχύ

Structure: βραχυ (Stem) + ς (Ending)

Sense

  1. (of time) short, brief
  2. (of distance, height) short, small, little
  3. few
  4. (of importance) humble, insignificant
  5. (grammar, of vowels) short

Examples

  • καὶ ἐμετεωρίζετο τὴν διάνοιαν ὁ Ἀντίοχοσ, οὐ συνορῶν ὅτι διὰ τὰσ ἁμαρτίασ τῶν τὴν πόλιν οἰκούντων ἀπώργισται βραχέωσ ὁ Δεσπότησ, διὸ γέγονε περὶ τὸν τόπον παρόρασισ. (Septuagint, Liber Maccabees II 5:17)
  • εἰ δὲ χάριν ἐπιπλήξεωσ καὶ παιδείασ ὁ ζῶν Κύριοσ ἡμῶν βραχέωσ ἐπώργισται, καὶ πάλιν καταλλαγήσεται τοῖσ ἑαυτοῦ δούλοισ. (Septuagint, Liber Maccabees II 7:33)
  • καὶ τὸν ἄρτι βραχέωσ ἀνεψυχότα λαὸν μὴ ἐᾶσαι τοῖσ δυσφήμοισ ἔθνεσι ὑποχειρίουσ γενέσθαι. (Septuagint, Liber Maccabees II 13:11)
  • Σίμων δὲ ὁ ἀδελφὸσ Ἰούδα συμβεβληκὼσ ἦν τῷ Νικάνορι, βραχέωσ δὲ διὰ τὴν αἰφνίδιον τῶν ἀντιπάλων ἀφασίαν ἐπταικώσ. (Septuagint, Liber Maccabees II 14:17)
  • ἐκεῖνα δὲ κατὰ συστροφὴν καὶ παρακεκινδυνευμένα τῷ τε βραχέωσ καὶ ἀγκύλωσ καὶ ἐκ παραδόξου συντίθεσθαι, καὶ οὐχ ἅπασιν οὐδὲ ἐκ προχείρου γνωριζόμενα· (Dionysius of Halicarnassus, chapter 13 1:8)

Synonyms

  1. short

  2. short

  3. few

  4. humble

  5. short

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION