Ancient Greek-English Dictionary Language

βραχύς

First/Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: βραχύς βραχεῖα βραχύ

Structure: βραχυ (Stem) + ς (Ending)

Sense

  1. (of time) short, brief
  2. (of distance, height) short, small, little
  3. few
  4. (of importance) humble, insignificant
  5. (grammar, of vowels) short

Examples

  • τὸ γὰρ ὑπὸ πυρὸσ μὴ φθειρόμενον ἁπλῶσ ὑπὸ βραχείασ ἀκτῖνοσ ἡλίου θερμαινόμενον ἐτήκετο, (Septuagint, Liber Sapientiae 16:27)
  • καὶ τοὐμόν, ὦ Ῥαδάμανθυ, μικρόν ἐστι καὶ βραχείασ τινὸσ ἐξετάσεωσ δεόμενον· (Lucian, Cataplus, (no name) 25:1)
  • καὶ γὰρ αὖ καὶ τούτουσ ἔφασκεν ὀλιγοχρονίου τε καὶ βραχείασ ἡδονῆσ ἔρωτι πολλὰσ πραγματείασ ὑπομένειν ἀπέφαινε γοῦν τεσσάρων δακτύλων αὐτοῖσ ἕνεκα πάντα πονεῖσθαι τὸν πόνον, ἐφ’ ὅσουσ ὁ μήκιστοσ ἀνθρώπου λαιμὸσ ἐστιν οὔτε γὰρ πρὶν ἐμφαγεῖν, ἀπολαύειν τι τῶν ἐωνημένων, οὔτε βρωθέντων ἡδίω γενέσθαι τὴν ἀπὸ τῶν πολυτελεστέρων πλησμονήν λοιπὸν οὖν εἶναι τὴν ἐν τῇ παρόδῳ γιγνομένην ἡδονὴν τοσούτων ὠνεῖσθαι χρημάτων. (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 33:2)
  • ἐπεὶ βραχείασ προφάσεωσ ἔδει μόνον, ἐφ’ ᾗ σ’ ἐγὼ καὶ παῖδεσ αἱ λελειμμέναι δεξόμεθα δέξιν ἥν σε δέξασθαι χρεών. (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode 1:19)
  • ἡ μὲν γὰρ πεζὴ λέξισ οὐδενὸσ οὔτε ὀνόματοσ οὔτε ῥήματοσ βιάζεται τοὺσ χρόνουσ οὐδὲ μετατίθησιν, ἀλλ’ οἱάσ παρείληφεν τῇ φύσει τὰσ συλλαβὰσ τάσ τε μακρὰσ καὶ τὰσ βραχείασ, τοιαύτασ φυλάττει· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1141)

Synonyms

  1. short

  2. short

  3. few

  4. humble

  5. short

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION