βραχύς
First/Third declension Adjective;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
βραχύς
βραχεῖα
βραχύ
Structure:
βραχυ
(Stem)
+
ς
(Ending)
Sense
- (of time) short, brief
- (of distance, height) short, small, little
- few
- (of importance) humble, insignificant
- (grammar, of vowels) short
Declension
First/Third declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ὧν οὖν ἀκηκόατε πολλάκισ ἐν φιλοσοφίᾳ παρατρεφόμενοι κεφάλαια συντάξασ ἔν τισιν ὁμοιότησι βραχείαισ, ὡσ εὐμνημόνευτα μᾶλλον εἰή, κοινὸν ἀμφοτέροισ πέμπω δῶρον, εὐχόμενοσ τῇ Ἀφροδίτῃ τὰσ Μούσασ παρεῖναι καὶ συνεργεῖν, ὡσ μήτε λύραν τινὰ μήτε κιθάραν μᾶλλον αὐταῖσ ἢ τὴν περὶ γάμον καὶ οἶκον ἐμμέλειαν ἡρμοσμένην παρέχειν διὰ λόγου καὶ ἁρμονίασ· (Plutarch, Conjugalia Praecepta, chapter, section 0 4:1)
- ποιεῖ δ’ οὖν ταὐτὰ ὅσα ἂν ἴδῃ τοὺσ κυνηγοῦντασ πράττοντασ, οἱ δὲ στάντεσ αὐτῶν καταντικρὺ ὑπαλείφονται φαρμάκῳ τοὺσ ὀφθαλμούσ, παρασκευάσαντεσ ἄλλα φάρμακα κολλητικὰ ὀφθαλμῶν καὶ βλεφάρων, ἅπερ οὐ πόρρω ἑαυτῶν ἐν λεκανίσκαισ βραχείαισ τιθέασιν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 441)
- οὐ μέντοι τὴν στρατείαν ἔφυγεν, ἀλλ’ ἀνθύπατοσ ἀναγορευθεὶσ καὶ πάλιν πρὸσ Νῶλαν ἐπανελθὼν εἰσ τὸ στρατόπεδον κακῶσ ἐποίει τοὺσ ᾑρημένουσ τὰ τοῦ Φοίνικοσ, ὡσ δὲ ὀξεῖαν ἐπ’ αὐτὸν θέμενοσ βοήθειαν ἐκεῖνοσ ἧκε, προκαλουμένῳ μὲν ἐκ παρατάξεωσ οὐκ ἠβουλήθη διαγωνίσασθαι, τρέψαντι δὲ τὸ πλεῖστον ἐφ’ ἁρπαγὴν τοῦ στρατοῦ καὶ μηκέτι προσδεχομένῳ μάχην ἐπεξῆλθε, διαδοὺσ δόρατα τῶν ναυμάχων μεγάλα τοῖσ πεζοῖσ, καὶ διδάξασ πόρρωθεν συντηροῦσι παίειν τοὺσ Καρχηδονίουσ, ἀκοντιστὰσ μὲν οὐκ ὄντασ αἰχμαῖσ δὲ χρωμένουσ ἐκ χειρὸσ βραχείαισ. (Plutarch, Marcellus, chapter 12 2:1)
Synonyms
-
short
-
short
- παῦρος (little, small, short)
- ἐλαχύς (small, short, mean)
- τυτθός (little, small)
- τυννός (so small, so little)
- μικρός (little, small)
- ὀλίγος (Of small size: little, small)
- ἀήσυρος (light as air, small, little)
- μικρότης (smallness: littleness, meanness, pettiness)
-
few
-
humble
-
short