Ancient Greek-English Dictionary Language

βραχύς

First/Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: βραχύς βραχεῖα βραχύ

Structure: βραχυ (Stem) + ς (Ending)

Sense

  1. (of time) short, brief
  2. (of distance, height) short, small, little
  3. few
  4. (of importance) humble, insignificant
  5. (grammar, of vowels) short

Examples

  • ἀλλ’ οὔτε χρόνον ἱκανὸν ἔχω περὶ πασῶν λέγειν, ἐκδιηγούμενοσ εὐθὺσ ἐφ’ ἑκάστησ τὴν τέχνην, ὡσ ἐβουλόμην ἄν, οὔθ’ ὁ πρὸσ τοὺσ ἐπισταμένουσ τὰ πράγματα λόγοσ ἐν τῷ πλήθει τῶν παραδειγμάτων τὸ πιστὸν ἔχει ἀλλ’ ἀρκεῖ τοῖσ τοιούτοισ καὶ ἡ βραχεῖα δήλωσισ. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 15 2:1)
  • ἥ τε γὰρ ἡμέρα βραχεῖα, καὶ χρὴ γεγυμνάσθαι αὐτάσ, ὥστε, εἰ δέοι πόρρω τῆσ ἡμέρασ διαπονεῖσθαι ἐν θήρᾳ, τοῦ λιμοῦ ἀνέχεσθαι. (Arrian, Cynegeticus, chapter 13 1:2)
  • ὁμολογεῖται δὴ βραχεῖα εἶναι συλλαβή, ἣν ποιεῖ φωνῆεν γράμμα βραχὺ τὸ ο, ὡσ λέγεται ὁδόσ. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 156)
  • μένει μὲν ἔτι βραχεῖα ἡ συλλαβή, πλὴν οὐχ ὁμοίωσ ἀλλ’ ἕξει τινὰ παραλλαγὴν ἀκαρῆ παρὰ τὴν προτέραν. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 158)
  • μείζων αὕτη τῶν προτέρων ἔσται συλλαβῶν καὶ ἔτι βραχεῖα μένει. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1510)
  • μετ’ ὀλίγον γὰρ καὶ ἡ σελήνη βραχεῖά μοι καθεωρᾶτο καὶ τὴν γῆν ἤδη ἀπέκρυπτον. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 22:1)

Synonyms

  1. short

  2. short

  3. few

  4. humble

  5. short

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION