헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄπορος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἄπορος ἄπορος ἄπορον

형태분석: ἀ (접두사) + πορ (어간) + ος (어미)

  1. 지나갈 수 없는, 건널 수 없는, 통행할 수 없는, 넘을 수 없는
  2. 어려운, 힘든, 굳은
  3. 가난한, 부족한, 어려운
  1. without passage, impassable, having no way through
  2. hard, difficult
  3. (of people) hard to deal with, unmanageable
  4. not knowing what to do, at a loss
  5. poor, needy

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ά̓πορος

지나갈 수 없는 (이)가

ά̓πορον

지나갈 수 없는 (것)가

속격 ἀπόρου

지나갈 수 없는 (이)의

ἀπόρου

지나갈 수 없는 (것)의

여격 ἀπόρῳ

지나갈 수 없는 (이)에게

ἀπόρῳ

지나갈 수 없는 (것)에게

대격 ά̓πορον

지나갈 수 없는 (이)를

ά̓πορον

지나갈 수 없는 (것)를

호격 ά̓πορε

지나갈 수 없는 (이)야

ά̓πορον

지나갈 수 없는 (것)야

쌍수주/대/호 ἀπόρω

지나갈 수 없는 (이)들이

ἀπόρω

지나갈 수 없는 (것)들이

속/여 ἀπόροιν

지나갈 수 없는 (이)들의

ἀπόροιν

지나갈 수 없는 (것)들의

복수주격 ά̓ποροι

지나갈 수 없는 (이)들이

ά̓πορα

지나갈 수 없는 (것)들이

속격 ἀπόρων

지나갈 수 없는 (이)들의

ἀπόρων

지나갈 수 없는 (것)들의

여격 ἀπόροις

지나갈 수 없는 (이)들에게

ἀπόροις

지나갈 수 없는 (것)들에게

대격 ἀπόρους

지나갈 수 없는 (이)들을

ά̓πορα

지나갈 수 없는 (것)들을

호격 ά̓ποροι

지나갈 수 없는 (이)들아

ά̓πορα

지나갈 수 없는 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 ά̓πορος

ἀπόρου

지나갈 수 없는 (이)의

ἀπορώτερος

ἀπορωτέρου

더 지나갈 수 없는 (이)의

ἀπορώτατος

ἀπορωτάτου

가장 지나갈 수 없는 (이)의

부사 ἀπόρως

ἀπορώτερον

ἀπορώτατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀπόρου δὲ τοῦ λαθεῖν ὄντοσ ἄλλωσ, ἡ μὲν εἰσ στρωματόδεσμον ἐνδῦσα προτείνει μακρὰν ἑαυτήν, ὁ δὲ Ἀπολλόδωροσ ἱμάντι συνδήσασ τὸν στρωματόδεσμον εἰσκομίζει διὰ θυρῶν πρὸσ τὸν Καίσαρα, καὶ τούτῳ τε πρώτῳ λέγεται τῷ τεχνήματι τῆσ Κλεοπάτρασ ἁλῶναι, λαμυρᾶσ φανείσησ, καὶ τῆσ ἄλλησ ὁμιλίασ καὶ χάριτοσ ἥττων γενόμενοσ διαλλάξαι πρὸσ τὸν ἀδελφὸν ὡσ συμβασιλεύσουσαν. (Plutarch, Caesar, chapter 49 1:2)

    (플루타르코스, Caesar, chapter 49 1:2)

  • Κατειργασμένου δὲ τοῦ ἀνδρόσ ἡ μὲν γερουσία, καίπερ εἰσ μέσον ἐλθόντοσ Βρούτου ὥσ τι περὶ τῶν πεπραγμένων ἐροῦντοσ, οὐκ ἀνασχομένη διὰ θυρῶν ἐξέπιπτε καὶ φεύγουσα κατέπλησε ταραχῆσ καὶ δέουσ ἀπόρου τὸν δῆμον, ὥστε τοὺσ μὲν οἰκίασ κλείειν, τοὺσ δὲ ἀπολείπειν τραπέζασ καὶ χρηματιστήρια, δρόμῳ δὲ χωρεῖν τοὺσ μὲν ἐπὶ τὸν τόπον ὀψομένουσ τὸ πάθοσ, τοὺσ δὲ ἐκεῖθεν ἑωρακότασ. (Plutarch, Caesar, chapter 67 1:1)

    (플루타르코스, Caesar, chapter 67 1:1)

  • βασιλεύοντα δ’ Ὄσιριν Αἰγυπτίουσ μὲν εὐθὺσ ἀπόρου βίου καὶ θηριώδουσ ἀπαλλάξαι, καρπούσ τε δείξαντα καὶ νόμουσ; (Plutarch, De Iside et Osiride, section 131)

    (플루타르코스, De Iside et Osiride, section 131)

  • προσκαλεῖται δὲ καὶ τὸν Πλάτωνοσ ἁμωσγέπωσ τὰ πράγματα μῦθον, ὃν Σωκράτησ ἐν Συμποσίῳ περὶ τῆσ τοῦ Ἔρωτοσ γενέσεωσ διῆλθε, τὴν Πενίαν λέγων τέκνων δεομένην τῷ Πόρῳ καθεύδοντι, παρακλιθῆναι, καὶ κυήσασαν ἐξ αὐτοῦ τεκεῖν τὸν Ἔρωτα, φύσει μικτὸν ὄντα καὶ παντοδαπόν, ἅτε δὴ πατρὸσ μὲν ἀγαθοῦ καὶ σοφοῦ καὶ πᾶσιν αὐτάρκουσ, μητρὸσ δ’ ἀμηχάνου καὶ ἀπόρου καὶ δι’ ἔνδειαν ἀεὶ γλιχομένησ ἑτέρου καὶ περὶ ἕτερον λιπαρούσησ γεγενημένον. (Plutarch, De Iside et Osiride, section 57 2:1)

    (플루타르코스, De Iside et Osiride, section 57 2:1)

  • τᾶσ δειλαίασ ἀπόρου φανείσασ ἀλγηδόνοσ, ᾇ ξυνέστασ. (Sophocles, Oedipus at Colonus, choral, strophe 13)

    (소포클레스, Oedipus at Colonus, choral, strophe 13)

유의어

  1. 어려운

  2. 가난한

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION