헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀπαγορεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀπαγορεύω

형태분석: ἀπ (접두사) + ἀγορεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: mostly in pres. and impf.

  1. 금하다, 금지하다
  2. 다르게 주장하다, 저지하다
  3. 포기하다, 실패하다, 가라앉다, 잠기다, 끊다, 실수하다, 주저앉다, 버리다, 그만두다
  1. to forbid
  2. to dissuade
  3. to bid farewell to, to give up, renounce, to give up doing, to give up, fail, sink, worn out and useless

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπαγορεύω

(나는) 금한다

ἀπαγορεύεις

(너는) 금한다

ἀπαγορεύει

(그는) 금한다

쌍수 ἀπαγορεύετον

(너희 둘은) 금한다

ἀπαγορεύετον

(그 둘은) 금한다

복수 ἀπαγορεύομεν

(우리는) 금한다

ἀπαγορεύετε

(너희는) 금한다

ἀπαγορεύουσιν*

(그들은) 금한다

접속법단수 ἀπαγορεύω

(나는) 금하자

ἀπαγορεύῃς

(너는) 금하자

ἀπαγορεύῃ

(그는) 금하자

쌍수 ἀπαγορεύητον

(너희 둘은) 금하자

ἀπαγορεύητον

(그 둘은) 금하자

복수 ἀπαγορεύωμεν

(우리는) 금하자

ἀπαγορεύητε

(너희는) 금하자

ἀπαγορεύωσιν*

(그들은) 금하자

기원법단수 ἀπαγορεύοιμι

(나는) 금하기를 (바라다)

ἀπαγορεύοις

(너는) 금하기를 (바라다)

ἀπαγορεύοι

(그는) 금하기를 (바라다)

쌍수 ἀπαγορεύοιτον

(너희 둘은) 금하기를 (바라다)

ἀπαγορευοίτην

(그 둘은) 금하기를 (바라다)

복수 ἀπαγορεύοιμεν

(우리는) 금하기를 (바라다)

ἀπαγορεύοιτε

(너희는) 금하기를 (바라다)

ἀπαγορεύοιεν

(그들은) 금하기를 (바라다)

명령법단수 ἀπαγόρευε

(너는) 금해라

ἀπαγορευέτω

(그는) 금해라

쌍수 ἀπαγορεύετον

(너희 둘은) 금해라

ἀπαγορευέτων

(그 둘은) 금해라

복수 ἀπαγορεύετε

(너희는) 금해라

ἀπαγορευόντων, ἀπαγορευέτωσαν

(그들은) 금해라

부정사 ἀπαγορεύειν

금하는 것

분사 남성여성중성
ἀπαγορευων

ἀπαγορευοντος

ἀπαγορευουσα

ἀπαγορευουσης

ἀπαγορευον

ἀπαγορευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπαγορεύομαι

(나는) 금된다

ἀπαγορεύει, ἀπαγορεύῃ

(너는) 금된다

ἀπαγορεύεται

(그는) 금된다

쌍수 ἀπαγορεύεσθον

(너희 둘은) 금된다

ἀπαγορεύεσθον

(그 둘은) 금된다

복수 ἀπαγορευόμεθα

(우리는) 금된다

ἀπαγορεύεσθε

(너희는) 금된다

ἀπαγορεύονται

(그들은) 금된다

접속법단수 ἀπαγορεύωμαι

(나는) 금되자

ἀπαγορεύῃ

(너는) 금되자

ἀπαγορεύηται

(그는) 금되자

쌍수 ἀπαγορεύησθον

(너희 둘은) 금되자

ἀπαγορεύησθον

(그 둘은) 금되자

복수 ἀπαγορευώμεθα

(우리는) 금되자

ἀπαγορεύησθε

(너희는) 금되자

ἀπαγορεύωνται

(그들은) 금되자

기원법단수 ἀπαγορευοίμην

(나는) 금되기를 (바라다)

ἀπαγορεύοιο

(너는) 금되기를 (바라다)

ἀπαγορεύοιτο

(그는) 금되기를 (바라다)

쌍수 ἀπαγορεύοισθον

(너희 둘은) 금되기를 (바라다)

ἀπαγορευοίσθην

(그 둘은) 금되기를 (바라다)

복수 ἀπαγορευοίμεθα

(우리는) 금되기를 (바라다)

ἀπαγορεύοισθε

(너희는) 금되기를 (바라다)

ἀπαγορεύοιντο

(그들은) 금되기를 (바라다)

명령법단수 ἀπαγορεύου

(너는) 금되어라

ἀπαγορευέσθω

(그는) 금되어라

쌍수 ἀπαγορεύεσθον

(너희 둘은) 금되어라

ἀπαγορευέσθων

(그 둘은) 금되어라

복수 ἀπαγορεύεσθε

(너희는) 금되어라

ἀπαγορευέσθων, ἀπαγορευέσθωσαν

(그들은) 금되어라

부정사 ἀπαγορεύεσθαι

금되는 것

분사 남성여성중성
ἀπαγορευομενος

ἀπαγορευομενου

ἀπαγορευομενη

ἀπαγορευομενης

ἀπαγορευομενον

ἀπαγορευομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπήγορευον

(나는) 금하고 있었다

ἀπήγορευες

(너는) 금하고 있었다

ἀπήγορευεν*

(그는) 금하고 있었다

쌍수 ἀπηγο͂ρευετον

(너희 둘은) 금하고 있었다

ἀπηγόρευετην

(그 둘은) 금하고 있었다

복수 ἀπήγορευομεν

(우리는) 금하고 있었다

ἀπηγο͂ρευετε

(너희는) 금하고 있었다

ἀπήγορευον

(그들은) 금하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπηγόρευομην

(나는) 금되고 있었다

ἀπηγο͂ρευου

(너는) 금되고 있었다

ἀπηγο͂ρευετο

(그는) 금되고 있었다

쌍수 ἀπηγο͂ρευεσθον

(너희 둘은) 금되고 있었다

ἀπηγόρευεσθην

(그 둘은) 금되고 있었다

복수 ἀπηγόρευομεθα

(우리는) 금되고 있었다

ἀπηγο͂ρευεσθε

(너희는) 금되고 있었다

ἀπηγο͂ρευοντο

(그들은) 금되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀποδύσαντεσ αὐτά, ὡσ ἔφην, οὐκέτι ἁπαλὰ καὶ τέλεον ἀσυμπαγῆ ὄντα, πρῶτον μὲν ἐθίζειν ἀξιοῦμεν πρὸσ τὸν ἀέρα, συνοικειοῦντεσ αὐτὰ ταῖσ ὡρ́αισ ἑκάσταισ, ὡσ μήτε θάλποσ δυσχεραίνειν μήτε πρὸσ κρύοσ ἀπαγορεύειν, ἔπειτα δὲ χρίομεν ἐλαίῳ καὶ καταμαλάττομεν, ὡσ εὐτονώτερα γίγνοιτο· (Lucian, Anacharsis, (no name) 24:2)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 24:2)

  • ὁπότε γοῦν ἐπὶ μέγαν βασιλέα ἤλαυνον οἱ ἅμα Κύρῳ τῷ Δαρείου Ἕλληνεσ, οἷσ καὶ Ξενοφῶν συνεστράτευεν, λέγει Ξενοφῶν, ὅτε τὰ πεδία τὰ Ἀραβίων ἐξήνυον, ἀγέλασ προφαίνεσθαι τῶν ὄνων τῶν ἀγρίων, καὶ ὑπὸ ἑνὸσ μὲν ἱππέωσ μήποτε ἁλῶναι ὄνον ἄγριον, διισταμένουσ δὲ ἄλλουσ ἐπ̓ ἄλλοισ ἐλαύνειν, τοὺσ δὲ πολλοῖσ ἀντίσχοντασ τελευτῶντασ ἤδη ἀπαγορεύειν ὑπὸ καμάτου· (Arrian, Cynegeticus, chapter 24 2:1)

    (아리아노스, Cynegeticus, chapter 24 2:1)

  • τοῦ σώματοσ πόνον, ὡσ μὴ καταξήρουσ γινομένουσ πρὸσ τὴν τῆσ παιδείασ ἐπιμέλειαν ἀπαγορεύειν κατὰ γὰρ Πλάτωνα ὕπνοι καὶ κόποι μαθήμασι πολέμιοι. (Plutarch, De liberis educandis, section 11 3:1)

    (플루타르코스, De liberis educandis, section 11 3:1)

  • ἀλλ’ ὥσπερ ἐν μουσικῇ βαρεῖσ φθόγγοι καὶ ὀξεῖσ ἐν δὲ γραμματικῇ φωνήεντα καὶ ἄφωνα γράμματα, μουσικὸσ δὲ καὶ γραμματικὸσ οὐχ ὁ θάτερα δυσχεραίνων καὶ ὑποφεύγων ἀλλ’ ὁ πᾶσι χρῆσθαι καὶ μιγνύναι πρὸσ τὸ οἰκεῖον ἐπιστάμενοσ, οὕτω καὶ τῶν πραγμάτων ἀντιστοιχίασ ἐχόντων ἐπεὶ κατὰ τὸν Εὐριπίδην οὐκ ἂν γένοιτο χωρὶσ ἐσθλὰ καὶ κακά, ἀλλ’ ἔστι τισ σύγκρασισ, ὥστ’ ἔχειν καλῶσ, οὐ δεῖ τοῖσ ἑτέροισ ἐξαθυμεῖν οὐδ’ ἀπαγορεύειν Β ἀλλ’ ὥσπερ ἁρμονικοὺσ ἀμβλύνοντασ ἀεὶ τοῖσ κρείττοσι τὰ φαῦλα καὶ τὰ χείρονα τοῖσ χρηστοῖσ ἐμπεριλαμβάνοντασ, ἐμμελὲσ τὸ τοῦ βίου μῖγμα ποιεῖν καὶ οἰκεῖον αὑτοῖσ. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 15 1:3)

    (플루타르코스, De tranquilitate animi, section 15 1:3)

  • τότ’ οὖν ὁ βάρβαροσ, ὡσ ἔπεισεν αὐτόν, ἀποσπάσασ τοῦ ποταμοῦ διὰ μέσων ἦγε τῶν πεδίων ὁδὸν ἐπιεικῆ καὶ κούφην τὸ πρῶτον, εἶτα μοχθηράν, ἄμμου βαθείασ ὑποδεχομένησ καὶ πεδίων ἀδένδρων καὶ ἀνύδρων καὶ πρὸσ οὐδὲν οὐδαμῇ πέρασ ἐφικτὸν αἰσθήσει παυομένων, ὥστε μὴ μόνον δίψει καὶ χαλεπότητι τῆσ πορείασ ἀπαγορεύειν, ἀλλὰ καὶ τὸ τῆσ ὄψεωσ ἀπαραμύθητον ἀθυμίαν παρέχειν οὐ φυτὸν ὁρῶσιν, οὐ ῥεῖθρον, οὐ προβολὴν ὄρουσ καθιέντοσ, οὐ πόαν διαβλαστάνουσαν, ἀλλ’ ἀτεχνῶσ πελάγιόν τι χεῦμα θινῶν τινων ἐρήμων περιεχόντων τὸν στρατόν. (Plutarch, chapter 22 1:1)

    (플루타르코스, chapter 22 1:1)

유의어

  1. 금하다

  2. 다르게 주장하다

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION