ἀναγορεύω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἀναγορεύω
형태분석:
ἀν
(접두사)
+
ἀγορεύ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
어원: fut. and aor. are mostly supplied by a)n-erw=, a)n-ei=pon.
뜻
- to proclaim publicly, to be proclaimed
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- "καίτοι πολὺν χρόνον αὐτὸσ ἑαυτὸν ἀνηγόρευε Δημοκρίτειον ὁ Ἐπίκουροσ, ὡσ ἄλλοι τε λέγουσι καὶ Λεοντεύσ, εἷσ τῶν ἐπ’ ἄκρον Ἐπικούρου μαθητῶν, πρὸσ Λυκόφρονα γράφων τιμᾶσθαὶ τέ φησι τὸν Δημόκριτον ὑπ’ Ἐπικούρου διὰ τὸ πρότερον ἅψασθαι τῆσ ὀρθῆσ γνώσεωσ, καὶ τὸ σύνολον τὴν πραγματείαν Δημοκρίτειον προσαγορεύεσθαι διὰ τὸ περιπεσεῖν αὐτὸν πρότερον ταῖσ ἀρχαῖσ περὶ φύσεωσ ὁ δὲ Μητρόδωροσ ἄντικρυσ περὶ φιλοσοφίασ εἴρηκεν, ὡσ, εἰ μὴ προκαθηγήσατο Δημόκριτοσ, οὐκ ἂν προῆλθεν Ἐπίκουροσ ἐπὶ τὴν σοφίαν. (Plutarch, Adversus Colotem, section 35)
(플루타르코스, Adversus Colotem, section 35)
- καὶ ἀναγορεύει ὁ κήρυξ τὸν ἀριθμὸν τῶν ψήφων, τοῦ μὲν διώκοντοσ τὰσ τετρυπημένασ, τοῦ δὲ φεύγοντοσ τὰσ πλήρεισ· (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 69 1:3)
(아리스토텔레스, 아테네인들의 정치체제, work Ath. Pol., chapter 69 1:3)
- οὐ μὴν ἀλλὰ τῷ Μαρίῳ προσετίθετο σύμπαν τὸ ἔργον ἥ τε προτέρα νίκη καὶ τὸ πρόσχημα τῆσ ἀρχῆσ, μάλιστα δὲ οἱ πολλοὶ κτίστην τε Ῥώμησ τρίτον ἐκεῖνον ἀνηγόρευον, ὡσ οὐχ ἥττονα τοῦ Κελτικοῦ τοῦτον ἀπεωσμένον τὸν κίνδυνον, εὐθυμούμενοί τε μετὰ παίδων καὶ γυναικῶν ἕκαστοι κατ’ οἶκον ἅμα τοῖσ θεοῖσ καὶ Μαρίῳ δείπνου καὶ λοιβῆσ ἀπήρχοντο, καὶ θριαμβεύειν μόνον ἠξίουν ἀμφοτέρουσ τοὺσ θριάμβουσ. (Plutarch, Caius Marius, chapter 27 5:1)
(플루타르코스, Caius Marius, chapter 27 5:1)
- Οὐεργίνιοσ δὲ ταγμάτων ἐπιστατῶν δυνατωτάτων πολλάκισ αὐτὸν ἀναγορευόντων αὐτοκράτορα καὶ βιαζομένων οὔτε αὐτὸσ ἔφη λήψεσθαι τὴν ἡγεμονίαν οὔτε ἄλλῳ περιόψεσθαι διδομένην, ὃν ἂν μὴ ἡ σύγκλητοσ ἕληται. (Plutarch, Galba, chapter 6 2:1)
(플루타르코스, Galba, chapter 6 2:1)
- καὶ Καίσαρα καὶ Σεβαστὸν ἀνηγόρευον, ἔτι τῶν νεκρῶν ἀκεφάλων ἐν ταῖσ ὑπατικαῖσ ἐσθῆσιν ἐρριμμένων ἐπὶ τῆσ ἀγορᾶσ. (Plutarch, Galba, chapter 28 1:3)
(플루타르코스, Galba, chapter 28 1:3)
파생어
- ἀγορεύω (말하다, 이야기하다, 말씀하다)
- ἀνταγορεύω (대답하다, 답하다, 응답하다)
- ἀπαγορεύω (금하다, 금지하다, 다르게 주장하다)
- διαγορεύω (선언하다, 신고하다, 언급하다)
- ἐξαγορεύω (알리다, 선언하다, 알게 하다)
- ἐπαναγορεύω (to proclaim publicly, proclamation is made)
- καταγορεύω (to denounce)
- προαγορεύω (예언하다, 예측하다, 예시하다)
- προσαγορεύω (말을 걸다, 인사하다, 맞이하다)
- συναγορεύω (~와 비교하다, 관계되어 있다, ~에 속하다)
- ὑπαγορεύω (구술하다, 명령하다, 제안하다)