헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄνθρωπος

2군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἄνθρωπος ἀνθρώπου

형태분석: ἀνθρωπ (어간) + ος (어미)

어원: prob. from a)nh/r, w)/y, manfaced

  1. 남자
  2. 사람, 인간
  1. man
  2. human being

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἄνθρωπος

남자가

ἀνθρώπω

남자들이

ά̓νθρωποι

남자들이

속격 ἀνθρώπου

남자의

ἀνθρώποιν

남자들의

ἀνθρώπων

남자들의

여격 ἀνθρώπῳ

남자에게

ἀνθρώποιν

남자들에게

ἀνθρώποις

남자들에게

대격 ά̓νθρωπον

남자를

ἀνθρώπω

남자들을

ἀνθρώπους

남자들을

호격 ά̓νθρωπε

남자야

ἀνθρώπω

남자들아

ά̓νθρωποι

남자들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • νῦν δὲ ἀπόδοσ τὴν γυναῖκα τῷ ἀνθρώπῳ, ὅτι προφήτησ ἐστὶ καὶ προσεύξεται περὶ σοῦ καὶ ζήσῃ. εἰ δὲ μὴ ἀποδίδωσ, γνώσῃ ὅτι ἀποθανῇ σὺ καὶ πάντα τὰ σά. (Septuagint, Liber Genesis 20:7)

    (70인역 성경, 창세기 20:7)

  • καὶ εἶπαν αὐτοῖσ Συμεὼν καὶ Λευὶ οἱ ἀδελφοὶ Δείνασ. οὐ δυνησόμεθα ποιῆσαι τὸ ρῆμα τοῦτο, δοῦναι τὴν ἀδελφὴν ἡμῶν ἀνθρώπῳ, ὃσ ἔχει ἀκροβυστίαν. ἔστι γὰρ ὄνειδοσ ἡμῖν. (Septuagint, Liber Genesis 34:14)

    (70인역 성경, 창세기 34:14)

  • εἶπε δὲ Ἰσραήλ. τί ἐκακοποιήσατέ με, ἀναγγείλαντεσ τῷ ἀνθρώπῳ ὅτι ἐστὶν ὑμῖν ἀδελφόσ̣ (Septuagint, Liber Genesis 43:5)

    (70인역 성경, 창세기 43:5)

  • εἶπε δὲ αὐτοῖσ Ἰσραὴλ ὁ πατὴρ αὐτῶν. εἰ οὕτωσ ἐστί, τοῦτο ποιήσατε. λάβετε ἀπὸ τῶν καρπῶν τῆσ γῆσ ἐν τοῖσ ἀγγείοισ ὑμῶν καὶ καταγάγετε τῷ ἀνθρώπῳ δῶρα τῆσ ρητίνησ καὶ τοῦ μέλιτοσ, θυμίαμά τε καὶ στακτὴν καὶ τερέβινθον καὶ κάρυα. (Septuagint, Liber Genesis 43:10)

    (70인역 성경, 창세기 43:10)

  • κατῳκίσθη δὲ Μωυσῆσ παρὰ τῷ ἀνθρώπῳ, καὶ ἐξέδοτο Σεπφώραν τὴν θυγατέρα αὐτοῦ Μωυσῇ γυναῖκα. (Septuagint, Liber Exodus 2:21)

    (70인역 성경, 탈출기 2:21)

유의어

  1. 남자

  2. 사람

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION